15 Μαΐου 2014

 
Γιώργος Χ. Θεοχάρης
 
 
 
 

   "Όταν ακούμε τη σιωπή του διπλανού,
οφείλουμε να δείξουμε μία διέξοδο,
     εκείνη που ορίζει η πένα"
 


 Την 40 ετή ποιητική πορεία του συγκεντρώνει στο βιβλίο "Πιστοποιητικά θνητότητας", (εκδ.Βιβλιοπωλείο Σύγχρονη έκφραση),
ο γνωστός ποιητής και διευθυντής έκδοσης του βραβευμένου λογοτεχνικού περιοδικού "Εμβόλιμον"και του επίσης βραβευμένου με το Κρατικό Βραβείο 2011 στην κατηγορία Χρονικό – Μαρτυρία βιβλίου "Δίστομο - 10 Ιουνίου 1944 το ολοκαύτωμα".

 Με χαρά σας καλωσορίζω στις Διαδρομές της εφημ. Θεσσαλία, κύριε Θεοχάρη. "Πιστοποιητικά θνητότητας" ο τίτλος της συγκεντρωτικής έκδοσης του έργου σας. 40 ετών διαδρομή στην ποίηση και στη λογοτεχνία, πιο πολύ ως πιστοποιητικό αθανασίας θα μπορούσε να εκληφθεί.
Η επιλογή του τίτλου της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων μου είναι αποτέλεσμα της πεποίθησής μου ότι στη διάρκεια παρουσίας του όντος μέσα στα ασφυκτικά όρια της ανθρώπινης περατότητας εκείνο που του δημιουργεί ελάχιστες προϋποθέσεις αθανασίας, όπως σοφά λέτε, είναι ό,τι πνευματικό κατορθώνει να δημιουργήσει και ό,τι μπορεί ψυχικά να χαρίσει σε άλλους ανθρώπους· συνελόντι ειπείν στιγμές αθανασίας χαρίζουν μονάχα η Τέχνη και ο έρωτας. Όντως στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων μου εγκιβωτίζεται η δημιουργική πορεία 40 ετών και συμπεριλαμβάνονται επίσης 12 επιλεγμένα ποιήματα, γραμμένα και αναγνωσμένα δημόσια στην περίοδο της Απριλιανής δικτατορίας, ως ένδειξη των απαρχών της ποιητικής μου δημιουργίας. Σαράντα χρόνια γεωργώντας το κηπάριο της ποίησης στο απέραντο λιβάδι της γλώσσας, φυτεύοντας ό,τι θησαυρίστηκε μέσα στην παιδική μου ψυχή κι ό,τι το ενήλικο βλέμμα μου μπόρεσε να διακρίνει και να αποκωδικοποιήσει με όρους Τέχνης μέσα από το φασματοσκόπιο της προσωρινότητάς μας. Ποιήματα / ενέχυρα ύπαρξης στο ενεχυροδανειστήριο του Χρόνου. Ποιήματα / πιστοποιητικά της θνητότητάς μας. Γιατί τι άλλο είναι η Ποίηση από τη μορφο-ποίηση της ανθρώπινης θλίψης για την προϊούσα φθορά που επιφέρει ο χρόνος; Ποίηση είναι ο απελπισμένος λόγος που αρθρώνει ο πονεμένος, ανοχύρωτος άνθρωπος, επιχειρώντας ν’ αναμετρηθεί με το τελεσίδικο του θανάτου, πιστεύοντας ότι, δια του Λόγου, θα το ακυρώσει. Είναι μια άλλη γλώσσα που προκύπτει από την καταστροφή των κωδίκων της γλώσσας που ξέρουμε. Μ’ αυτό το εκ καταστροφής νέο υλικό προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μιαν πρόσκαιρη αιωνιότητα μνήμης, γράφοντας «μέσα στο ά-τοπο της γραφής», για να θυμηθώ τον ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη. Η Ποίηση εντέλει είναι μελαγχολία σε φθόγγους.

Πόσο σπουδαίο είναι για έναν δημιουργό να κρατά στα χέρια του ένα τέτοιο βιβλίο;
Είναι πολύ σημαντικό να αξιώνεται κανένας να ισχυριστεί ότι εκόμισε εις την Τέχνη και να βλέπει τα ψυχικά του αναβλήματα συγκεντρωμένα σε έναν τόμο. Είναι παράλληλα πικρό από την άποψη ότι κάθε τέτοια έκδοση αποτελεί έναν οδοδείκτη στον οποίο αποτυπώνεται η διαρκής ελαχιστοποίηση της απόστασης από το αναπότρεπτο τέλος της ανεπανάληπτης περιπέτειας της ζωής.
Το βιβλίο σας Δίστομο - 10 Ιουνίου 1944 το ολοκαύτωμα, εκδ. Βιβλιοπωλείο "Σύγχρονη Έκφραση", Λιβαδειά 2010,τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο 2011 στην κατηγορία Χρονικό – Μαρτυρία.
Πόσο επίπονη ήταν για εσάς η συγγραφή ενός καθαρά ιστορικού βιβλίου (με άμεση εξάρτηση από
μαρτυρίες ανθρώπων);
Το βιβλίο για τη Σφαγή στο Δίστομο είναι αποτέλεσμα εικοσάχρονης εξαντλητικής έρευνας σε αρχεία, σώματα εφημερίδων καθώς και σε προσωπική επαφή με επιζώντες. Η Σφαγή στο Δίστομο διαφέρει με ό,τι συνέβη, σαν αποτέλεσμα της ναζιστικής θηριωδίας, σε άλλους μαρτυρικούς τόπους της πατρίδας μας ως προς τη μορφή της βαρβαρότητας. Εδώ οι υπάνθρωποι προχώρησαν ως και σε λογχισμούς εμβρύων μέσα στις κοιλιές εγκύων γυναικών, έγδαραν πόδια νηπίων, βίασαν νεκρές κοπέλες… Το βιβλίο δεν επαναφέρει απλά στην εκδοτική επικαιρότητα το γεγονός της Σφαγής, αλλά το διερευνά κατά τρόπο που δεν έγινε ως σήμερα, ως ιστορικό γεγονός αλλά και ως διαχρονική συλλογική εμπειρία, ως δημόσια ιστορία. Με την έννοια αυτή, το βιβλίο ανασυνθέτει το γεγονός με το συνήθη τρόπο της αναδίφησης των πηγών αλλά, επιπλέον, και ως μνήμη, ως ιστορική παράδοση, όπως αυτή μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά, και επικαθορίστηκε από την ίδια την ιστορική πορεία της χώρας. Αναδεικνύει, δηλαδή, το γεγονός ως στοιχείο λειτουργίας μιας ολόκληρης κοινωνίας, που υφίσταται μια σύγκρουση μνήμης και λήθης, με δεσπόζουσες τις ιδεολογικές λαθροχειρίες, που παρήχθησαν στη μετεμφυλιακή περίοδο και δυστυχώς επιβιώνουν και σήμερα. Ταυτόχρονα στο βιβλίο μεταφέρει τη συγκινησιακή φόρτιση των επιζώντων και η σφοδρότητα της εμπειρίας τους τόσο άμεσα, χάρη στις αυτοβιογραφικές καταγραφές και τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, όσο και διαμεσολαβημένα μέσα από τις λογοτεχνικές και εικαστικές προσεγγίσεις καθώς και τα επετειακά αφιερώματα.
Αναδεικνύει, τέλος, τη διαχρονική πρόσληψη των γεγονότων από τη μεταπολεμική Ελλάδα ενώ υπηρετεί τον σύγχρονο και εν εξελίξει αγώνα των κατοίκων του Διστόμου για τον διεθνή καταλογισμό των ευθυνών και τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης.
Η συγγραφή του βιβλίου ναι ήταν επίπονη αναφορικά με την ανάδυση των τραυματικών στιγμών στη μνήμη των επιζώντων, κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων με τα τραγικά πρόσωπα του δράματος. Κατά τα λοιπά ήταν μια ανεξόφλητη οφειλή απέναντι στους νεκρούς του Διστόμου και για τον πρόσθετο λόγο ότι φοίτησα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο Διστόμου. Κτήριο του Σχολείου μου ήταν εκείνο στον τοίχο του οποίου εκτελέστηκαν οι 12 πρώτοι όμηροι της 10ης Ιουνίου 1944. Στα διαλείμματα έψαυα τις τρύπες που άφησαν οι σφαίρες των μυδραλίων. Συμμαθητές μου υπήρξαν τα παιδιά όσων επέζησαν. Τα ορφανά και τα πεντάρφανα, οι χήρες των δολοφονημένων και οι τραυματίες, σωματικά και ψυχικά, ήταν οι άνθρωποι που καλημέριζα πηγαίνοντας για μάθημα.


Διευθύνετε εδώ κα 25 χρόνια το περιοδικό Εμβόλιμον, το οποίο επίσης βραβεύτηκε πρόσφατα, με Κρατικό βραβείο για τη συμβολή του στη νεοελληνική λογοτεχνία. Πείτε μας γι αυτό.
Τον Χειμώνα του 1988 επιχειρήσαμε, μια μικρή παρέα εργαζομένων στην βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου και κάτοικοι των Άσπρων Σπιτιών της Παραλίας Διστόμου, που κάτι γράφαμε παράλληλα με τη βιοποριστική μας ενασχόληση, να παρεμβάλουμε και την δική μας ελάχιστη παρουσία στον συνωστισμό του έντυπου λόγου. Ονομάσαμε το περιοδικό Εμβόλιμον ακριβώς για να σηματοδοτήσουμε την πρόθεσή μας να διεμβολίσουμε πνευματικά την αγκίστρωση της μικρής μας κοινότητας στους παγετώνες της βιομηχανικής της καθημερινότητας.
 
Στη μακρά πορεία σας ως διευθυντής του Εμβόλιμον, έχετε διαβάσει άπειρα ποιήματα και διηγήματα. Πόσα από αυτά ήταν άξια να δοθούν στο αναγνωστικό κοινό;
Μεγάλος αριθμός των κειμένων που φτάνουν στο ταχυδρομικό κουτί του περιοδικού άξιζε και πήρε τη θέση του για δημοσίευση. Άλλα κείμενα ζητήθηκε από τους δημιουργούς να τα ξαναδούν και να τα κάνουν δημοσιεύσιμα με minimum όρους λογοτεχνικότητας κι άλλα, πολλά είναι αλήθεια, απορρίφθηκαν γιατί δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αδύναμες απόπειρες έκφρασης. Πιστεύω πάντως ακράδαντα ότι τα λογοτεχνικά περιοδικά πρέπει να δίνουν χώρο στις μνήμες και τα συναισθήματα των ανθρώπων που στριμώχτηκαν σε άφωτους, μυστικούς χώρους, που καταχωνιάστηκαν σε κλειδωμένα συρτάρια αυτοεγκλεισμού από έλλειψη αυτοπεποίθησης. Πιστεύω πως όταν ακούμε τη σιωπή του διπλανού μας να χλιμιντρίζει και να σκάβει με τις οπλές την περίφραξη της ατολμίας, οφείλουμε να του δείξουμε μία διέξοδο, εκείνη που χαράσσει η πέννα, ώστε να βγει, ν’ ανασάνει στην άπλα της έκφρασης. Αυτή ήταν και η ιερότερη αποστολή των περιοδικών λογοτεχνίας, ανέκαθεν.
Πόσο δύσκολο είναι να αποτρέψεις κάποιον από τη συγγραφή, αλλά και πόσο κακό μπορεί να κάνει σε έναν νέο άνθρωπο η επιείκεια;
Ο άνθρωπος δεν αποτρέπεται από το να εκφράζεται με τον γραπτό λόγο –καλύτερα θα έλεγα ότι ποτέ δεν θα πάψει να εκφράζεται με φθόγγους και να οπτικοποιεί τον εσωτερικό του βρασμό. Δείτε πώς κάποιοι νέοι χαράσσουν τις καρδούλες του έρωτά τους στους κορμούς των δέντρων. Επισκευθείτε ένα πάρκο να δείτε στα παγκάκια πώς αποτυπώνουν με το μαρκαδοράκι τα συναισθήματά τους οι έφηβοι. Δείτε πώς άλλοι παλεύουν άτεχνα ξυλόγλυπτα καθώς στέκονται στη σκιά ενός δέντρου βοσκώντας ένα κοπάδι πρόβατα. Δείτε πώς αποτυπώνουν οι ερωτευμένοι στις επιστολές τους τον συγκλονισμό της καρδιάς τους, πώς γράφουν ημερολόγια τα κορίτσια. Δείτε ακόμη τα πρόχειρα αλλά σπαρακτικά στιχάκια που ζητούν οι χαροκαμένοι να χαράξει ο μαρμαράς στα ταφικά μνημεία των προσφιλών τους απόντων. Με τίποτε δεν αποτρέπεται ο άνθρωπος να ανακουφιστεί γράφοντας από την εσωτερική πίεση που ασκούν τα συναισθήματα. Από την άλλη, ναι, το να είναι κανείς επιεικής απέναντι σ’ ένα άτεχνο γραπτό, το να κολακεύει ένα άνθρωπο που δεν έχει το χάρισμα, είναι ό,τι χειρότερο, γιατί μοιάζει σα να περιπαίζεται όχι μόνον ο συγκεκριμένος άνθρωπος αλλά η ίδια η λογοτεχνία, η ίδια η γραφή. Κι αυτό είναι αν μη τι άλλο ανίερο. Κατά πόσο ισχύει ότι στην Ελλάδα όλοι νομίζουν πως έχουν το ταλέντο της συγγραφής;

Ισχύει σε μεγάλη κλίμακα και είναι αποτέλεσμα ποικίλων παραγόντων. Το κακό ξεκινά από την έλλειψη επάρκειας λογοτεχνικής μελέτης των λειτουργών της Παιδείας μας. Ο ελλειμματικός παιδαγωγός θα χτυπήσει ενθαρρυντικά την πλάτη στον μαθητή που το γραπτό του δεν υπερβαίνει σε λογοτεχνικότητα τα στιχάκια των φύλλων του ημερολογίου και θα επαινέσει μιαν άτεχνη έκθεση ιδεών ως σοβαρό δοκίμιο, επειδή τόση είναι η δυνατότητα κρίσης του, οδηγώντας έτσι τον μαθητή κατευθείαν στον τοίχο της κακής γραφής με την επιτάχυνση της ακατάσχετης έπαρσης. Επιπλέον ευθύνη έχει και το εκδοτικό εμπορικό κατεστημένο, μέρος του οποίου τυπώνει άκριτα ό,τι του κατατεθεί αρκεί να καταβάλλει ο συγγραφέας το αλμυρό τίμημα του κόστους της έκδοσης. Τέλος συμβάλλει στου κακού το δρόμο η παγίωση της εντύπωσης ότι στην εποχή του life style μπορεί κανείς να είναι ό,τι δηλώσει, για να θυμηθώ την εμβληματική ρήση του Γιάννη Τσαρούχη.
Επανέρχομαι στο βιβλίο σας. Πόσα βιβλία σας συμπεριλαμβάνονται και με πόσο διαφορετική ματιά βλέπετε, στην ωριμότητά σας, τα πρώτα σας ποιήματα; Στη συγκεντρωτική έκδοση περιλαμβάνονται τέσσερις συλλογές μου καθώς και η επιλογή κάποιων νεανικών ποιημάτων μου, όπως προείπα. Τα πρωτόλειά μας παρά τις επιρροές και τα δάνεια που είναι ευδιάκριτα, αποτελούν τον κόκορα των θεμελίων (για να μνημονεύσω την αλησμόνητη φίλη μου ποιήτρια Μπίλλυ Βέμη και τον τίτλο μιας ποιητικής της συλλογής)του ποιητικού μας οικοδομήματος. Εκεί, στην πρώτη αυτή εφηβική μας αφύπνιση βρίσκεται η αφετηρία, ο βατήρας, από τον οποίο επιχειρήσαμε να εκτοξευτούμε στα κουλουάρ της ποίησης. Αδιάφορα από το σε ποια θέση τερματίζουμε εκείνα τα πρώτα μας βήματα αποτελούν την προθέρμανση για όλη τη μετέπειτα πορεία μας. Δεν μπορώ συνεπώς παρά να αγαπώ τα πρώτα μου γραπτά όσο κριτικά κι αν τα βλέπω –και τα βλέπω.
Με αγγίζουν ιδιαίτερα οι αναφορές στον πατέρα σας και βλέπω ότι διατηρείτε το αρχικό γράμμα του ονόματός του. Πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος του για την πορεία σας; Πράγματι η ποίησή μου είναι κατάστικτη από αναφορές στον πατέρα μου, όσο μάλιστα βλέπω τα ποιήματα που έγραψα μετά τον θάνατό του, το 2004, τόσο περισσότερο βεβαιώνομαι ότι τείνει να κυριαρχήσει στη γραφή μου. Θα σας σοκάρει ίσως αλλά η αλήθεια είναι πως η ποίηση μού προσέφερε έναν τρόπο να
«βρω» τον πατέρα μου, να έρθω κοντά του. Επρόκειτο για άνθρωπο έντιμο αλλά σκληρό, κονφορμιστή και ευέξαπτο, ο οποίος παρείχε κάθε υλικό μέσον στην οικογένειά του αλλά δεν συγχωρούσε τις εγγενείς των ανθρώπων (και των μελών της οικογενείας του) αδυναμίες. Έτσι λοιπόν, με έναν μεταφυσικό τρόπο, προφανώς υπήρξε σημαντικός ο ρόλος του στην λογοτεχνική μου πορεία. Την αγκαλιά που εκείνος ποτέ σχεδόν δεν μου άνοιξε την άνοιξα εγώ μέσω της ποίησης για να παρηγορήσω ένα άνθρωπο πονεμένο και να παρηγορηθώ κι εγώ.

 Πόσο δύσκολο είναι για τους λογοτέχνες της επαρχίας να καθιερωθούν; Η δική σας πορεία, αναγνώριση και καταξίωση στο χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας πόσο δύσκολη ήταν;
Η επαρχία έχει το μειονέκτημα της απόστασης από το κέντρο όπου επισυμβαίνουν τα δρώμενα κατά τεκμήριο, έχει και το πλεονέκτημα του ότι μένοντας μακριά από το κέντρο αποφεύγεις την ένταξη σε φατρίες και λογοτεχνικές κλίκες, παραμένεις με έναν τρόπο αυθεντικός. Και βέβαια τι θα πει καθιέρωση; Πιστεύω ότι γράφουμε για την ψυχή μας, αυτή είναι η υπέρτατη καθιέρωση. Η ευλογία της Τέχνης στην ψυχή του ανυπεράσπιστου όντος. Η δική μου πορεία δεν ήταν ανθόσπαρτη, οφείλω όμως στους εκδότες και διευθυντές των λογοτεχνικών περιοδικών ευγνωμοσύνη γιατί φιλοξένησαν τα πρώτα μου ποιήματα και μου άνοιξαν διαύλους επικοινωνίας με το συνάφι. Οφειλή που αφορά και στα περιοδικά του Βόλου Ρόπτρο και Έλευσις, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 καθώς και στην Γραφή της Λάρισας την ίδια περίοδο, όπου φιλοξενήθηκαν ποιήματά μου.
Σας ευχαριστώ πολύ, σας εύχομαι Καλό Πάσχα και καλή συνέχεια σε όλες τις δραστηριότητές σας.
Εγώ σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε καθώς και για την ευγένεια των τρόπων σας. Εύχομαι κι εγώ κάθε καλό στους αναγνώστες σας και σ’ εσάς προσωπικά και να ξέρετε ότι παρακολουθώ με ικανοποίηση τη συγγραφική σας παρουσία και δημιουργικότητα στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας. Οι σελίδες του περιοδικού Εμβόλιμον είναι ανοιχτές στη γραφή σας καθώς και σε κάθε δημιουργό της Μαγνησίας. Καλό Πάσχα!



 
 
 
 
 








 

 Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα της Φωκίδας. Είναι ποιητής. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό "Εμβόλιμον" και μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας "Book Press". Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και ισπανικά. Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
 
 


 
 
 
Κατερίνα Σχινά
 
 
 
 
 
"Ποτέ δεν είσαι ασφαλής όταν καταπιάνεσαι με τη γλώσσα,
είτε ως μεταφραστής είτε ως συγγραφέας"
 
 
 Μια συνομιλία με τη γνωστή μεταφράστρια και δημοσιογράφο στις ''Διαδρομές" για το βιβλίο της ,
"Καλή και ανάποδη",που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη,
αλλά και για το χώρο της μετάφρασης,την αναβίωση του Τρίτου προγράμματος,
τις εκπομπές λόγου,τη σημερινή δημόσια
και ιδιωτική τηλεόραση,και το μύθο των ευπώλητων βιβλίων.
 
 
 Με ιδιαίτερη χαρά σας καλωσορίζω στις "Διαδρομές" και στην εφημερίδα Θεσσαλία ,κυρίαΣχινά.
"Καλή και ανάποδη", λοιπόν,ο τίτλος του βιβλίου σας, με υπότιτλο "ο πολιτισμός του πλεκτού."
Και ταυτόχρονα η αποκάλυψη-έκπληξη για τους περισσότερους από εμάς,ότι μπορεί μια διανοούμενη να είναι και χειροτέχνις παράλληλα!
 
Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Μαλισσόβα για την πρόσκληση να μιλήσω σε μια ιστορική εφημερίδα που εκτιμώ ιδιαίτερα.
Δεν θα έλεγα ότι είμαι “διανοούμενη” - είναι πολύ φορτισμένη η λέξη. Αν μου ζητούσατε να ορίσω τον εαυτό μου, θα έλεγα ότι, πάνω απ' όλα, είμαι αναγνώστρια. Eίχα, βέβαια, την τύχη να κάνω επάγγελμα αυτό που από παιδί αγαπούσα – να διαβάζω και να γράφω. Όσο για το χειροτέχνις, αυτόν τον χαρακτηρισμό τον αναδέχομαι με χαρά: το χέρι συμπληρώνει το μυαλό, άλλοτε το αποφορτίζει και άλλοτε το κατευθύνει στην ουσία των πραγμάτων. Η δουλειά του χεριού ανοίγει τον δρόμο στο μυαλό για να σκεφτεί.
 
 Σας γνωρίζουμε κυρίως μέσα από το μεταφραστικό σας έργο ,αλλά και τη δημοσιογραφία, καταξιωμένη και στις δύο ιδιότητές σας. Πώς αποφασίσατε να γράψετε ένα βιβλίο;
 
Θέλησα να δικαιώσω μια αγαπημένη και παρεξηγημένη δραστηριότητα σε μια εποχή που το πλέξιμο υποχωρούσε μπροστά στην επέλαση του life style, να φανερώσω τις κρυφές συγγένειες που την συνδέουν με τη γραφή, τα εικαστικά, τη μουσική, ακόμη και με τα μαθηματικά. Την εποχή που άρχισα να επεξεργάζομαι την ιδέα, έβλεπα όσα έγραφα σαν ένα είδος επικήδειου σε κάτι που χανόταν. Αργότερα, με έκπληξη διαπίστωσα ότι το πλέξιμο επανερχόταν δυναμικά και μάλιστα με πολιτικό, ακτιβιστικό πρόσημο, ακόμα και με φεμινιστικές συνδηλώσεις, οι οποίες παλιότερα, την εποχή του μαχητικού φεμινισμού,ήταν αδιανόητες. Είχα, λοιπόν, το θέμα, είχα όρεξη για έρευνα, είχα και την εμμονή με τη γραφή. Το βιβλίο ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο.
 
 Αν παραλληλίσουμε τη μεταφραστική με τη δουλειά του σκηνοθέτη και τη συγγραφική δουλειά με αυτή του πρωταγωνιστή,πόση ασφάλεια δίνει η πρώτη ιδιότητα -ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο;
 
Ποτέ δεν είσαι ασφαλής όταν καταπιάνεσαι με τη γλώσσα, είτε ως μεταφραστής είτε ως συγγραφέας.
 
 Πόσο ψυχοθεραπευτική επίδραση έχουν οι βελόνες όταν ξιφομαχούν μεταξύ τους και πόσο η πλεκτική είναι γυναικεία υπόθεση;
Ποτέ δεν είδα το πλέξιμο ως μέσο ψυχοθεραπείας, αλλά σαν μια στιγμή δημιουργίας που ξεγλιστράει από τους μηχανισμούς της εργασίας για να ανακατακτήσει τον χώρο όπου οι επιθυμίες είναι ταυτόσημες με τη ζωή. Το είδα σαν μέσο προσωπικής έκφρασης και ταυτόχρονα σαν μια δραστηριότητα εναλλακτική, που αντιστρατεύεται την δικτατορία της μόδας. Όταν άρχισα να πλέκω, το πρώτο φοιτητικό μου καλοκαίρι, ενθουσιαζόμουν όταν συνδύαζα κατά βούληση χρώματα και υφές νημάτων, όταν δοκίμαζα τις δεξιότητές μου στα πιο εξωφρενικά σχέδια. Φορούσα αυτό που ήθελα, σε ένα και μοναδικό αντίτυπο, ήμουν ολόκληρη, μέσα-έξω, εγώ. Όσο για το αν η πλεκτική είναι γυναικεία υπόθεση, σαφώς και όχι. Οι άνδρες ξεκίνησαν πρώτοι να πλέκουν και συνέχισαν να πλέκουν μέσα στους αιώνες – από τους γιαπωνέζους σαμουράι ώς τους Ιρλανδούς πλέκτες και από τους ψαράδες της Μεσογείου ώς τον ποιητή Νίκο Καββαδία στη βάρδια του.
 
 Διαβάζοντας το βιβλίο διέκρινα ότι,ενώ οι ιστορίες που αφηγείστε είναι απόλυτα προσωπικές,ωστόσο είχα την αίσθηση ότι κρατάτε τον αναγνώστη σε απόσταση από τα πολύ βαθύτερα συναισθήματά σας,με εξαίρεση,ίσως,την αναφορά στη μητέρα σας.
Κρατάτε αποστάσεις και διατηρείτε όρια για δική σας ασφάλεια ή για να μην "εκβιάσετε" τα συναισθήματα των αναγνωστών;
Πόσο συμφωνείτε με τα αυτοβιογραφικά αναγνώσματα με έντονη συναισθηματική φόρτιση;
 
Το βιβλίο μου μόνο έμμεσα είναι αυτοβιογραφικό. Θέλω να πω ότι γράφοντας για κάτι που αγαπώ, έγραφα βέβαια για μένα, αλλά κυρίως για όσους ίσως αναγνώριζαν κάτι από τους ίδιους στις λέξεις μου. Γίνομαι πιο προσωπική στις ιστορίες που διανθίζουν το δοκίμιο, νομίζω μάλιστα ότι τα συναισθήματά μου απέναντι στους ανθρώπους που συνδέθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τις πλεκτικές μου απόπειρες διαγράφονται ανάγλυφα· ωστόσο προτιμώ τον υπαινιγμό από την αμετροεπή συναισθηματολογία και φοβάμαι τον ναρκισσισμό της υπερέκθεσης· επιπλέον, νομίζω ότι όταν το ιδιωτικό βίωμα αποτυπώνεται ωμό και αμετουσίωτο, το κείμενο γίνεται εσωστρεφές, αυτοαναφορικό και παύει να απευθύνεται στους άλλους.
 
 Έχετε μεταφράσει πολλά βιβλία,με πιο πρόσφατα του Έντγκαρ Άλαν Πόε καθώς και τα "Γράμματα στη Νόρα" του Τζέημς Τζόυς .Πιστεύετε ότι είναι αναγκαίο να εκτίθενται στο κοινό τόσο προσωπικά στοιχεία ακόμα κι αν ανήκουν σε έναν συγγραφέα του βεληνεκούς του Τζέημς Τζόυς; Τι προσθέτει ή τι αφαιρεί στο μύθο του;
 
Δεν νομίζω ότι προσθέτει ή αφαιρεί τίποτα από τον “μύθο”, όπως λέτε, του Τζόυς. Απλώς μας βοηθάει να διεισδύσουμε βαθύτερα το έργο του, μια και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η σχέση του συγγραφέα με τη Νόρα σφράγισε την πεζογραφία και την ποίησή του. Η αντίληψη του Τζόυς για την θηλυκή εκδοχή του κόσμου οφείλει πολλά στην άγρυπνη παρακολούθηση των αντιδράσεων της Νόρας απέναντι στο σεξουαλικό πάθος, το συναισθηματικό δέσιμο, την καθημερινή φθορά της επιθυμίας. Οι επιστολές του είναι ένα συγκινητικό χρονικό του έρωτά τους, γεμάτο αγωνία για επικοινωνία και πόθο για σωματική και ψυχική ταύτιση. Θα συμβούλευα να μην θυσιάσουμε στον πουριτανισμό κομμάτια που σε πρώτη ανάγνωση φαντάζουν άσεμνα, αλλά δεν φανερώνουν παρά την απόλυτη, εκστατική ελευθερία, στην οποία μπορεί να φτάσει κανείς με όχημα το ερωτικό σώμα.
 
 Το βιβλίο σας διαβάζεται "απνευστί",κάτι που σας κατέθεσα αμέσως μόλις τελείωσα την ανάγνωσή του,αλλά και που με χαρά είδα να αναφέρεται και σε κριτικές που έχουν γραφτεί γι αυτό .Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης,επίσης,υπογράμμιζα και σημείωνα πολλά σημεία που μου τράβηξαν την προσοχή ή που με άγγιξαν προσωπικά.
Πόσο σημαντικό είναι αυτό για έναν συγγραφέα;
Είναι το ωραιότερο αντίδωρο στο οποίο θα μπορούσε να προσδοκά ο συγγραφέας.
 
 Η αναβίωση του Τρίτου Προγράμματος,ανάσα πολιτισμού και ακουσμάτων για εμάς,και η δική σας συμμετοχή. Πείτε μας δυο λόγια για αυτό.
 
Το Τρίτο πρόγραμμα ξανάρχισε να εκπέμπει μετά από απαίτηση των πιστών ακροατών του, και παρά τα πολλά νομικοτεχνικά προβλήματα που προκάλεσε το αυταρχικό κλείσιμο της ΕΡΤ, προβλήματα που δεν έχουν ακόμη λυθεί, βρήκε γρήγορα τον ρυθμό του. Το ραδιόφωνο είναι μέσο πολύ οικείο και φιλικό, δεν εισβάλλει βίαια στον χώρο, όπως η εικόνα – ωστόσο μπορεί να γίνει άκρως ενοχλητικό, όταν όσα εκπέμπει αντιβαίνουν στον χαρακτήρα του, όταν γίνεται δηλαδή φλύαρο, ανόητο και ανούσιο. Το Τρίτο πρόγραμμα σέβεται τους ακροατές του, δεν τους υποτιμά, συνδιαλέγεται μαζί τους με αίσθηση ευθύνης, απαντάει στην περιρρέουσα ευτέλεια με τόλμη και επενδύει στην σοβαρή δουλειά των παραγωγών του. Η δική μου εκπομπή λέγεται Λαντέρνα Μάτζικα (ο πρώιμος προτζέκτορας της μετα-αναγεννησιακής εποχής) και φιλοδοξεί να λειτουργήσει σαν ένας άλλος μηχανισμός προβολής – προβολής εικόνων, λέξεων και σκέψεων που θα μπορούσαν, ίσως, να φωτίσουν τους θαμπούς καιρούς που ζούμε. Είναι μια εκπομπή για τη λογοτεχνία, τα εικαστικά, τον κινηματογράφο, και τον χορό, μια εκπομπή λόγου και μουσικής που μεταδίδεται ζωντανά κάθε μέρα, πέντε με επτά το απόγευμα.
 
 Οι εκπομπές σας στην ΕΡΤ έχουν αφήσει εποχή στους βιβλιόφιλους και σε όσους αγαπούν την Τέχνη σε όλες της τις μορφές. Ποια η εκτίμησή σας για την έλλειψη ανάλογων εκπομπών,σήμερα; Μπορεί το διαδίκτυο να καλύψει το ανάλογο κοινό;
 
Οι εκπομπές πολιτισμού θεωρούνται σήμερα βαριές, πληκτικές, χωρίς ακροαματικότητα από τους διάφορους ανευθυνοϋπεύθυνους που μόνο κριτήριο για τις επιλογές τους έχουν την εισροή διαφήμισης . Ο ρόλος της δημόσιας τηλεόρασης είναι να αντιστρατευτεί σ' αυτήν την ισοπεδωτική λογική και όχι να καταρτίζει πρόγραμμα στη βάση μιας κακώς νοούμενης “ανταγωνιστικότητας” προς τα ιδιωτικά κανάλια. Παρ' όλα αυτά, ως τώρα, και παρά τους κλυδωνισμούς, τις παλινδρομήσεις, την ενδοτικότητα προς ότι θεωρείται “εμπορικό”, η ΕΡΤ θεωρούσε υποχρέωσή της να φιλοξενεί πολιτιστικές εκπομπές. Θα δούμε αν θα συνεχίσει να ανταποκρίνεται στον ρόλο της όταν αποκατασταθεί η λειτουργία της – για την ώρα, περιμένουμε. Όσο για το διαδίκτυο, θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για τη διάδοση της πληροφορίας, όχι όμως για την ουσιαστική αξιολόγησή της. Δεν διαθέτει ακόμη τα φίλτρα που θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο.
 
 Σημερινή δημόσια- και μη - τηλεόραση και πολιτιστικό επίπεδο του λαού μας,εν μέσω της Κρίσης. Πόσο συναφή είναι;
 
Ολοι συμφωνούμε ότι η κρίση σήμερα δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι κρίση λειτουργίας των θεσμών, κρίση ηθική, κρίση αντιλήψεων, κρίση ταυτότητας, και βέβαια κρίση πολιτισμού. Ένας από τους βασικούς υπεύθυνους για την πολιτισμική έκπτωση – για να μην πω εξαχρείωση – την οποία βιώνουμε σήμερα είναι η τηλεόραση και δη η ιδιωτική. Χωρίς εξαιρέσεις, είναι κακή τηλεόραση, αφού περιορίζεται πια στο να κάνει θέαμα τον χειρότερο εαυτό της. Στα χρόνια της πλαστής ευμάρειας πρόβαλε τα πιο αρνητικά πρότυπα: ψευτογκλαμουριά, αγένεια, ωχαδερφισμό, φτηνό, άξεστο καλαμπούρι, εξοργιστική έμφαση στο “όλα επιτρέπονται”. Και, δυστυχώς, ενώ η κρίση απαιτεί περίσκεψη και αλλαγή πλεύσης, η ιδιωτική τηλεόραση συνεχίζει στο ίδιο ύφος.
 
 Αφού σας ευχαριστήσω ιδιαίτερα για την παρουσία σας στη στήλη,θα ήθελα τη γνώμη σας,ως κριτικός βιβλίων ,για τις στήλες των ευπώλητων βιβλίων και πόσο αυτές
"κατευθύνουν"το αναγνωστικό κοινό.
 
Πρέπει να πω ότι αμφισβητώ την αξιοπιστία τους. Και δυστυχώς, ναι, κατευθύνουν το αναγνωστικό κοινό. Το μεγαλύτερο κακό, ωστόσο, το κάνουν τα βιβλιοπωλεία-σούπερ μάρκετ που αντιμετωπίζουν το βιβλίο με τους όρους οποιουδήποτε άλλου προϊόντος. Αρκεί να φέρουμε στο νου μας τα τεράστια σταντ στην είσοδο των περισσότερων όπου φιλοξενούνται (και υπερπροβάλλονται) οι πιο “εμπορικοί”, “ελαφροί” συγγραφείς. Προτιμώ το μικρό βιβλιοπωλείο με τον βιβλιόφιλο βιβλιοπώλη, που δεν είναι απλώς ενημερωμένος δειγματιστής αλλά εξειδικευμένος οδηγός, ικανός να μιλήσει για το βιβλίο που προτείνει, να το συστήσει ουσιαστικά στους δυνάμει αναγνώστες του, να αναδείξει τις συνάφειές του με άλλα βιβλία, να το εντάξει, με δυο λόγια, στη μεγάλη περιπέτεια της γραφής και της ανάγνωσης. Το βιβλίο, αγαθό πολιτισμικό, αντικείμενο που συμπυκνώνει μια πνευματική διαδικασία, αποζητάει έναν τρόπο παρουσίασης και έναν χώρο έκθεσης και διάδοσης που δεν θα προδίδει τον χαρακτήρα του.
 

 
 
 
 
Το βιβλίο "Καλή και ανάποδη",ο πολιτισμός του πλεκτού,είναι ένα εξόχως καλογραμμένο δοκίμιο για την πλεκτική τέχνη,διανθισμένο με την πλεκτική αυτοβιογραφία της Κ.Σχινά,αλλά και άλλες ιστορίες,πάντα σε σχέση με την τέχνη του πλεκτού.
Παράλληλα, ανατρέχει στην ποίηση, την πεζογραφία, τις κοινωνικές επιστήμες, τις εικαστικές τέχνες ακόμα και τα μαθηματικά,τον ακτιβισμό,ενώ μας διασαφηνίζει ότι το πλέξιμο είναι και ανδρική υπόθεση.
Φωτογραφίες-ντοκουμέντα με πλέκοντες και πλεκτά διατρέχουν το βιβλίο,κάνοντας την ανάγνωσή του ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.
Με εξαιρετική δομή και την ακόμα πιο εξαιρετική γραφή της Κατερίνας Σχινά ,διαβάζεται απνευστί,από πλέκοντες και μη!!!
 Χαριτίνη Μαλισσόβα





 
 
Η Κατερίνα Σχινά γεννήθηκε στην Αθήνα .Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και μουσική. Ως κριτικός εμφανίστηκε με άρθρα της το 1983 στην εφημερίδα "Η Αυγή". Διετέλεσε μέλοςτης συντακτικής ομάδας του περιοδικού "Το Τέταρτο", μουσικοκριτικός και επιφυλλιδογράφος της εφημερίδας "Η Καθημερινή" (1987-1999) και από το 1995 ως το 1999 υπεύθυνη του κυριακάτικου ένθετου "Ιδέες-Πολιτισμός" της ίδιας εφημερίδας. Mέλος της συντακτικής ομάδας του ειδικού ενθέτου για το βιβλίο "Βιβλιοθήκη" της εφημερίδας "Ελευθεροτυπία" (1999-2009) και από το 2009 συνεργάτης της εφημερίδας "Η Καθημερινή" σε θέματα βιβλίου, καθώς και σύμβουλος έκδοσης και κριτικός στο μηνιαίο πολιτιστικό περιοδικό "The Books' Journal". Μουσικός παραγωγός της Κρατικής Ραδιοφωνίας και στο Κανάλι 15 του Ρούσσου Κούνδουρου (1987-1989) και συνεργάτης της τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο "Βιβλιόραμα" (ΕΡΤ) και ,αργότερα,"Βιβλία στο κουτί" (ΕΤ1). Δίδαξε πολιτιστικό ρεπορτάζ στο τμήμα ΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστημίου και λογοτεχνική μετάφραση στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ).
Έχει μεταφράσει στα ελληνικά έργα των Edgar Alan Poe, Toni Morrison, Philip Roth, George Steiner, Roland Barthes, , Ian McEwan,Mark Twain, William Hazlitt, Jack London, Willa S. Cather, κ.ά. καθώς και ποιήματα των Byron, Shelley, Worsdworth, Wallace Anne Sexton, κ.ά. Έχει γράψει το βιβλίο "Όπερες του κόσμου" και το λεύκωμα "Η Ελλάδα του μόχθου" που εκδόθηκε από το Ριζάρειο Ίδρυμα. Το 1997 βραβεύτηκε από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας για τη μετάφραση του μυθιστορήματος της Toni Morrison "Γαλάζια μάτια" και το 2008 από το περιοδικό "Gourmet" της Ελευθεροτυπίας για τη μετάφραση των "Γαστριμαργικών αναλέκτων" του Ben Schott (2006).