6 Οκτωβρίου 2014

 
Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης
 



Δεν υπάρχει έρωτας χωρίς αγάπη, ή μάλλον και να υπάρχει εμένα δεν με ενδιαφέρει.

Δεν υπάρχει περίπτωση να διαβάσει κάποιος δημοσιεύσεις ή βιβλία του και να μην νιώθει ότι προχωρά ένα βήμα τις γνώσεις του, και, κυρίως, να μην μπει στη διαδικασία να δει κομμάτια του εαυτού του, είτε ταυτίζεται με τις απόψεις του, είτε όχι!
Πολυδιαβασμένος, πολυγραφότατος, πάντα αντισυμβατικός, αλλά και πάντα ευγενής,ο
Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης μιλά στις Διαδρομές για το βιβλίο «Λουζιτάνια Ροκ»,της σειράς Αιφνίδια Ντοκιμαντέρ (από τις εκδ.Γαβριηλίδη)που κυκλοφόρησε τέλος Σεπτεμβρίου και το «Αγάπη /Love» που κυκλοφορεί  μέσα στον Οκτώβρη (από τις εκδ.Εστία)

Ανιχνεύοντας το μεταπολιτευτικό τοπίο
Σχετικά με  τα «Αιφνίδια  ντοκιμαντέρ», οΓ.Ι Μπαμπασάκης  είπε ότι:“Πρόκειται για μια σειρά εν προόδω, έχουν  ήδη σχεδιαστεί δέκα τομίδια, και πέφτουν ιδέες στο τραπέζι για άλλα τόσα. Προκύπτουν στην πορεία. Και προκύπτουν από συζητήσεις, αναμνήσεις, ιστορίες, τηλεφωνήματα, αλληλογραφία, ακόμα και από παραγγελιές, όπως στα παλιά μπουζουκομάγαζα.”

 Κίνητρο για τη  συγγραφή τους ήταν όταν «Βρήκα ένα χειρόγραφο, για την ακρίβεια: δακτυλόγραφο, ένα κείμενο χτυπημένο στην αλησμόνητη γραφομηχανή Olympia (που είχα στη δεκαετία του Ογδόντα). Πίστευα ότι το είχα καταστρέψει, αλλά εντέλει αναδύθηκε ολοζώντανο μέσα από ένα χαρτόκουτο γεμάτο με κείμενα, βιβλία, κασέτες, και άλλα τέτοια. Ήταν η ιστορία μιας φυγής, θα πηγαίναμε στο Άγιον Όρος με τον ποιητή Νίκο Καρούζο. Ξεκινήσαμε αλλά δεν φτάσαμε. Γυρίσαμε. Έγιναν διάφορα. Κύλησαν τα χρόνια. Ο Καρούζος πέθανε το 1990. Τον ακολούθησε ο Βακαλόπουλος. Πάει κι ο Λάγιος. Πάει κι ο Λεωνίδας ο Χρηστάκης. Μας άφησε ο Κωστής Παπαγιώργης. Από την παλιά παρέα μείναμε δύο όλοι κι όλοι, και μια σκιά. «Ο θάνατος το στρώνει», που έλεγε κι ο Βαρβέρης. Είπα να κάνω κι εγώ την αντίστασή μου στο θάνατο μ’ αυτά τα βιβλία. Με μια σειρά βιβλία που είναι ντοκιμαντέρ, προκηρύξεις, ανάσες, προσευχές.»

 Αρχική θεματολογία,διευκρινίζει ,ήταν μια σειρά στιγμιότυπα της μεταπολιτευτικής ιστορίας. Πράγματα που πολλοί τα έζησαν, άλλοι τα άκουσαν, πέρασαν στην επικράτεια του θρύλου μέσα από συζητήσεις, στόμα με στόμα. Ταξίδια και συναυλίες, έρωτες και περιπέτειες, κόλπα για να ξεγελάσουμε τον χρόνο και τη φθορά, φάρσες και καλαμπούρια, δονκιχωτικά εγχειρήματα και τρελά τραγούδια. «Πασχίζω με τα βιβλία αυτά να βγάλω κάμποσες φωτογραφίες, άλλοτε ασπρόμαυρες και άλλοτε έγχρωμες, ανθρώπων και καταστάσεων που άφησαν τα ίχνη τους στο μεταπολιτευτικό τοπίο,συμπληρώνει. Δεν διέπομαι από νοσταλγικές διαθέσεις, αλλά από πείσμα να υπενθυμίσω ότι είναι εφικτή μια ποιητική ζωή, ένας λυρικός βίος μακριά από την φριχτή πεζότητα του δίχως όνειρα και δίχως οράματα σημερινού γκρίζου τοπίου. Ας πούμε ότι αυτά τα βιβλία είναι αντίσκηνα, και πάω να στήσω έναν καταυλισμό σ’ ένα πυκνό, όλο αινίγματα δάσος στις παρυφές της πόλης, και να καλέσω φίλους και φίλες να κατασκηνώσουμε εκεί.
 

Ολική επαναφορά του ροκ
 «Το πιο πρόσφατο το λέω Λουζιτάνια Ροκ. Κυκλοφόρησε τέλη Σεπτεμβρίου. Πάντα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Αφηγείται την ολική επαναφορά του ροκ στο μεταπολιτευτικό αεροπλανοφόρο. Το ροκ είχε εκπέσει, είχε χαθεί, είχε μαραθεί, και χρειαζόταν μια εκτίναξη. Η θρυλική μπάντα Σπυριδούλα ανέλαβε να ποντάρει τα πάντα στην αναβίωση του ροκ με μια τρομερή συναυλία στο κινηματοθέατρο Λουζιτάνια, στην Κυψέλη, το κέντρο του κόσμου, όπως επέμενε ο Βακαλόπουλος. Έγινε χαμός. Γνωρίστηκαν άνθρωποι κι έμειναν για πάντα φίλοι. Εμφανίστηκε ο Λογαρίδης. Ο Πουλικάκος. Ο Μπονάτσος, ο μακαρίτης. Κάποιος χίμηξε πάνω στη σκηνή. Έπεσαν μπουνίδια, τότε πρωτόγνωρο. Ακούστηκαν εκπληκτικά άσματα του Λου Ριντ και των Doors. Ακούστηκε το Johnnie B. Goode του Τσακ Μπέρι. Όλα αυτά το 1977, τον Δεκέμβριο. Όταν το ροκ ήταν σχεδόν απαγορευμένο, και κυριαρχούσαν τα ριζίτικα, τα αντάρτικα, τα λεγόμενα «τραγούδια του αγώνα», μέσα σε ένα κλίμα ιλιγγιώδους πολιτικοποίησης. Αυτή η πολιτικοποίηση δεν ήταν, τελικά, παρά ένα φροντιστήριο για επαγγελματίες ημιμαθείς «ξερόλες» που στελέχωσαν τον ταχύπλοο νεοπλουτισμό.»

Όσο για το αν θα υπάρξει και συνέχεια,ο Γ.Ι Μπαμπασάκης λέει:

«Ναι, βεβαίως. Ήδη ετοιμάζονται τα επόμενα βιβλία. Ένα θα εγκωμιάζει κάποιες γυναίκες που άφησαν βαθιά ίχνη στο πέρασμά τους. Ανάμεσά τους, η Σωτηρία Μπέλλου, η Μαρία Μήτσορα, η Ρόζα Λούξενμπουργκ, η Πατρίσια Χάισμιθ, η Λουίζ Μπουρζουά, η Πάτι Σμιθ. Ένα άλλο θα μιλάει για τις αμαρτωλές σχέσεις ενός φανατικού ροκά με το λαϊκό τραγούδι. Ένα τρίτο θα αφηγείται τις πολύ ενδιαφέρουσες σχέσεις πρωτοποριακών κινημάτων με Έλληνες καλλιτέχνες. Και πάει λέγοντας. Να ’ναι καλά το κέφι του εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη και οι φίλοι που μας ενθαρρύνουν, κι εμένα και τον εκδότη μου.»

 «Τα βιβλία της σειράς έχουν  φιλοτεχνηθεί από την ζωγράφο Ελεάννα Μαρτίνου που συμμετέχει στην περιπέτεια αυτή από την πρώτη στιγμή,μας εξηγεί. Εκπονεί την εικόνα του εξωφύλλου σε κάθε βιβλίο. Έχει αναλάβει τις εικαστικές τεκμηριώσεις. Συλλέγει εικονογραφικό υλικό που σχετίζεται με το θέμα κάθε βιβλίου, το ταξινομεί, το επεξεργάζεται εικαστικά, και δίνει μια διάσταση δυναμικού διαλόγου ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, ανάμεσα στις λέξεις που μιλάνε για το τότε, και στις εικόνες που ανακαινίζουν τις λέξεις. Με την εικαστική συμβολή της Ελεάννας Μαρτίνου τα βιβλία της σειράς γίνονται κατευθείαν cult, γίνονται φορητά έργα τέχνης και ταυτόχρονα μικρά μουσεία και αρχεία μιας εποχής που τείνει να ξαναγίνει επίκαιρη.»

 

Έρωτας και αγάπη οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

 Σχετικά με το Αγάπη / Love, που  κυκλοφορεί  από τις εκδ.Εστία,  ο Γ.Ι Μπαμπασάκης εξηγεί ότι αποτελεί το δεύτερο μέρος της «Τριλογίας του Χάους», πρώτο μέρος της οποίας είναι ο «Διασυρμός». Το ένα βιβλίο συνομιλεί με το άλλο και όλα μαζί, με τον αναγνώστη,συμπληρώνει.

Όταν τον ρωτώ  πόσο αυτοβιογραφικό είναι: «Προτιμώ να λέω ότι πρόκειται για αυτοβιολογία»,απαντά. «Είναι, και αυτό, και η Αγάπη / Love ένα βιβλίο αυτοβιολογίας. Η πραγματικότητα είναι ηχηρά παρούσα, αλλά ξέρει και να ψιθυρίζει.»
"Δεν ξέρουμε πια τι είναι αντισυμβατικό και τι συμβατικό»,εξηγεί,όταν τον ρωτώ αν το βιβλίο είναι αντισυμβατικό.. «Είναι ένα μυθιστόρημα που πατάει και με τα δύο πόδια στην πραγματικότητα, στην πραγματική πραγματικότητα, με ονόματα και διευθύνσεις, που λέμε, κι όμως ακόμα και σ’ εμένα τα όσα υπάρχουν στις σελίδες του, και υπήρξαν και στην πραγματικότητα, μου φαίνονται ώρες-ώρες εντελώς εξωπραγματικά. Πάντως, το ότι εκδίδω στην Εστία, και τον Διασυρμό και την Αγάπη / Love θεωρείται ήδη από πολλούς αντισυμβατικό.»

Tέλος ,στην ερώτηση «Πόσο σημαντική είναι η μετουσίωση του έρωτα σε αγάπη,«αυτά δεν τα καταλαβαίνω»,λέει κοφτά. «Δεν υπάρχει για μένα παρά ένα νόμισμα με δύο όψεις, τον έρωτα και την αγάπη. Δεν υπάρχει έρωτας χωρίς αγάπη, ή μάλλον και να υπάρχει εμένα δεν με ενδιαφέρει. Και αντιστρόφως, δεν υπάρχει αγάπη δίχως έρωτα, και εάν υπάρχει, και πάλι, εμένα δεν με ενδιαφέρει. Σ’ αυτά ας προστεθεί και η φιλία. Και η παλλόμενη δημιουργικότητα.»


 


Απόσπασμα από το Αγάπη/Love,Γ.Ι.Μπαμπασάκης
εκδ.Εστία)

"Θὰ ζήσουμε τὴ δική μας τρέλα.
Κι ὄχι τὴν τρέλα τῶν ἄλλων,
τοῦ εἶπε καὶ τσούγκρισε τὸ ποτήρι του"
 
Όταν η Έλλη περνάει στο δέκατο ούζο, όλα αρχίζουν να εκρήγνυνται στο κρύο κρέας του κρανίου. Οι εικόνες συμπλέκονται, οι ήχοι συμπλέκονται, οι αισθήσεις συμπλέκονται, η όραση γίνεται μύχια, η ακοή παθαίνει παράκρουση, όσφρηση εισβάλλει στις επικράτειες του μύθου και στα πεδία της ιστορίας ταυτοχρόνως, η αφή γίνεται ένα ζητιανάκι, μια διακονιάρα, βγαίνει ρακένδυτη στην επαιτεία για να γυρέψει δυο, τρία γεγονότα αδιαμφισβήτητα, κάτι να πιαστεί. Όσο για τη γεύση, έχει πεθάνει, έχει πυρποληθεί, έχει τιναχτεί στον αέρα, έχει εξαχνωθεί, τσιτσιρίζει ακόμη το κουφάρι της στου πουθενά τα μέρη.


Όταν περνάει στο δέκατο ούζο η Έλλη, τα μάτια της γίνονται δύο λίμνες και δύο βόμβες βυθού, και δύο προβολείς που φέγγουν στο πουθενά και στο άπειρο, και βλέπουν μιαν ορειβατική αξίνα να υψώνεται με ανάρμοστη, με χυδαία, αν και καλά ζυγιασμένη κι υπολογισμένη φόρα, και να πέφτει με αδυσώπητη δύναμη στο κεφάλι του Λέοντα Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν, του γνωστού τοις πάσι Τρότσκι, και να τσακίζει το κρανίο του και έναν ωκεανό όνειρα (ναι, τσακίζονται οι ωκεανοί, και, ναι, υπήρξαν κάποτε ωκεανοί ονείρων), όπως κι αυτός κάποτε είχε τσακίσει έναν άλλο ωκεανό ονείρων στην Κρονστάνδη, και όπως έμελλε να συμβεί εκατοντάδες και χιλιάδες φορές έκτοτε, ναι, να τσακιστούν εκατοντάδες και χιλιάδες ωκεανοί ονείρων, όπως το Πενήντα Έξι στη Βουδαπέστη, όπως το Εξήντα Τρία στο Ντάλας, όπως το Εξήντα Οχτώ στην Πράγα, όπως το Εβδομήντα Τέσσερα στον Βόλο, όπως το Ογδόντα Πέντε στη Μόσχα, όπως το Ενενήντα Δύο σ’ ένα καμαράκι στα Εξάρχεια, όπως το Δύο Χιλιάδες Ένα στη Νέα Υόρκη, όπως το Δύο Χιλιάδες Πέντε στη Βεΐκου στο Κουκάκι.


Όταν περνάει στο δέκατο ούζο η Έλλη, όλα γίνονται μέσα της μαντάρα, όλα συνδέονται με όλα, όχι πάντα αρμονικά, αλλά με πάταγο, με χλαπαταγή, με ορυμαγδό.

 


 

Βιογραφικό
 Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1960. Είναι ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, άρχισε να γράφει σε έντυπα όπως το "Ιδεοδρόμιο" του Λεωνίδα Χρηστάκη και η "Χιονάτη" του Βαγγέλη Κοτρώνη. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" και το περιοδικό "Έψιλον". Διατήρησε τη σελίδα του βιβλίου στην εφημερίδα "City-Press". Ο τρόπος ζωής του τον οδήγησε στη συστηματική μελέτη των λεγόμενων "ιστορικών πρωτοποριών" (Φουτουρισμός, Dada, Υπερρεαλισμός), των Beat ποιητών και συγγραφέων, καθώς και του ρεύματος για την "υπέρβαση και την πραγμάτωση της Τέχνης" (Cobra, Λεττριστές, Καταστασιακοί). Καρπός αυτών των αναζητήσεών του είναι τα πολυσυζητημένα του βιβλία για τον William S. Burroughs, για την Internationale Situationniste, για τον Guy Debord, για τον Μάη του '68. Ίδρυσε και διηύθυνε την επιθεώρηση "Propaganda", όπου δημοσιεύτηκαν κρίσιμα κείμενα για την πολιτική και την κουλτούρα των καιρών μας. Έχει εργαστεί στο ελληνικό ραδιόφωνο, και συγκεκριμένα στο Δεύτερο Πρόγραμμα, στην ΕΡΑ4, στον Εν Λευκώ, στο Κόκκινο 105,5, και στο Κανάλι 1 Πειραιάς 90,4. Σήμερα διευθύνει τη σειρά "Αιφνίδια Ντοκιμαντέρ" στις εκδόσεις Γαβριηλίδης και το λογοτεχνικό περιοδικό/εγχείρημα "ΚΟΡΕΚΤ". Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων.