30 Νοεμβρίου 2014




Αμάντα Μιχαλοπούλου



"Η μόνη  αληθινή θέωση που μπορούμε να προσδοκάμε είναι η ανθρώπινη αγάπη. "
 
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου μιλά στις Διαδρομές για το λόγο που την οδήγησε να δώσει στο μυθιστόρημά της  μια γυναίκα δίπλα στο Θεό,για τη σχετικότητα του χρόνου και τη μοναξιά του Θεού. Καταθέτει  τη γνώμη της για το γάμο,τον έρωτα και τη θρησκευτική πίστη ,τη φιλοσοφική διάσταση του μυθιστορήματός της αλλά και την ανάγκη του ανθρώπου να έχει σχέση με τη λογοτεχνία και την τέχνη.



«Η γυναίκα του Θεού», είναι ο τίτλος του νέου μυθιστορήματός σας. Πώς και γιατί ο Θεός να θέλει να έχει γυναίκα, και τι γυναίκα είναι αυτή που δέχθηκε να έχει για σύζυγο τον Θεό;

Ο Θεός του βιβλίου μου είχε ανέκαθεν συντρόφους. Όταν κάποιος πεθαίνει τον αντικαθιστά. Μια φορά είχε παντρευτεί ένα περιστέρι, μια άλλη το τελευταίο μαμούθ. Ο Θεός, έτσι όπως τον φαντάστηκα, είναι απελπιστικά μόνος κι έχει ανάγκη από συντροφιά και απόλυτη αποδοχή. Είναι ένα αιώνιο παιδί με αστείρευτη δημιουργικότητα. Επιπλέον δεν έχει γονείς. Η γυναίκα του είναι ένα παθητικό πλάσμα με μεγάλη ανάγκη για αγάπη. Έχασε τους γονείς της σε μικρή ηλικία. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι ορφανοί κι οι δυο τους.

 «Θα σβηστείς κι εσύ, σιγά σιγά», είναι μια παραδοχή εξανθρωπισμού ή προφητεία απ-ανθρωπισμού  που επαναλαμβάνει συχνά ο Θεός στη γυναίκα του. Μιλήστε μας για τη δική σας οπτική του εξανθρωπισμού του Θεού.

Όταν ο Θεός μιλάει έτσι στη γυναίκα του προσπαθεί να την παρηγορήσει και να την προετοιμάσει για το άχρονο σύμπαν στο οποίο εκείνη μια μέρα θα πρέπει να ζήσει, χωρίς ανάγκες και επιθυμίες. Ακριβώς το αντίθετο κάνει ο Θεός για να την πλησιάσει. Ενανθρωπίζεται, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά που η γυναίκα του πιστεύει ότι θα έπρεπε να έχει ο Θεός για να είναι Θεός. Λευκά μαλλιά, χιτώνας, γυμνά πόδια με δάχτυλα που ιριδίζουν. “Για τους άλλους λέει η ίδια “ήταν απλώς ένας άντρας, όχι στην πρώτη νεότητα, με άσπρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και απαλά γένια, με φρύδια γκρίζα και πυκνά, βλέμμα ήρεμο και ανεξιχνίαστο”. Για τη γυναίκα του όμως είναι η υλοποίηση της ρομαντικής και εξιδανικευμένης της φαντασίωσης.

 Τι είναι ο γάμος για εσάς; Αυτό το: «ένας είναι τρελός, δύο είναι δύο», πόση ισχύ νομίζετε ότι μπορεί να έχει σ’ έναν γάμο ‒ ακόμα και σ’ έναν θεϊκό γάμο;

 


Ο Γκομπρόβιτς λέει “πήρα διαζύγιο από το Θεό”. Αλλά πώς είναι η ζωή πριν το διαζύγιο, πριν καν την ιδέα του διαζυγίου; Πιστεύω στη συντροφικότητα του γάμου και στη συνενοχή του ζευγαριού. Δεν έχει σημασία αν και πώς θα παντρευτείς, μόνο αν και πώς αγαπάς, αν είσαι πρόθυμος να μοιραστείς και να πονέσεις μαζί με τον άλλο. Πιστεύω επίσης ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι η θεολογία που μας ταιριάζει, επειδή η μόνο αληθινή θέωση που μπορούμε να προσδοκάμε είναι η ανθρώπινη αγάπη. Εχω την απόλυτη πεποίθηση ότι στο τέλος της ζωής τους οι άνθρωποι δεν σκέφτονται τι κατάφεραν, αλλά πόσο αγάπησαν και αγαπήθηκαν, πόσο απείχαν από το ψέμμα και την σκληρότητα, όπως υπαινίσσεται και ο Τολστόι στον Ιβάν Ίλιτς.

Η σχέση του Θεού με την γυναίκα του εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σχέσης κανονικού ζευγαριού ‒ πλην του ερωτικού στοιχείου. Θρησκευτική πίστη και έρωτας είναι ασύμβατα μεταξύ τους;

Μα ο έρωτας εκδηλώνεται ως ένα είδος θρησκευτικής πίστης. Πιστεύεις στον άλλο, τον λατρεύεις σαν Θεό. Σκεφτείτε τα λαικά άσματα που λένε πάντα την αλήθεια: “είσαι ο Θεός μου”. Στο βιβλίο μου ήταν αδύνατον κάτι τέτοιο επειδή είχα προαποφασίσει πως ο Θεός δεν έχει ερωτικές επιθυμίες. Είναι αέρας. Είναι ταυτόχρονα το τίποτα και τα πάντα.

Πιστεύετε στ' αλήθεια ότι «η φαντασία ‒μέσω των λογοτεχνικών αναγνωσμάτων‒ δεν οδηγεί πουθενά, παρά σε ακόμα μεγαλύτερη φαντασία, και είναι καταδικασμένη να αποτύχει;

Αυτή είναι μια γνήσια σκέψη συγγραφικής απελπισίας. Νομίζω πως όλοι οι συγγραφείς μελαγχολούν και φλερτάρουν με την ματαιοπονία, κυρίως όταν δε γράφουν ή δεν είναι ευχαριστημένοι με όσα γράφουν. Ή όταν έχουν τελειώσει ένα βιβλίο και απλώνεται μπροστά τους η άβυσσος. Το αίσθημα αποτυχίας είναι σύμφυτο με τη δημιουργία. Είναι το πηγάδι από το οποίο ανεβάζεις με τον κουβά το επόμενο έργο.

 Η προσφυγή στην ευρύτητα της φιλοσοφίας ξεκλειδώνει κάπως, αμβλύνει τις θρησκευτικές αγκυλώσεις;  Πόσο φιλοσοφικό, πόσο θρησκευτικό είναι το μυθιστόρημά σας, όταν οδηγείται ‒μέσω της μυθοπλασίας‒ σε έναν ξεκάθαρο κοινωνικό λόγο;

Η φιλοσοφία είναι επίσης ένα θρησκευτικό σύστημα και έχει μεταφυσικές αποχρώσεις. Υπάρχει κι εκεί Θεός και άνθρωπος, καλό και κακό, ζωή και θάνατος, η έννοια του σκοπού και της ολοκλήρωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, η αναζήτηση του απόλυτου. Η διαφορά είναι ότι στη φιλοσοφία πελαγοδρομείς στις ιδέες, ενώ οι θρησκείες προσφέρουν μύθο και αφήγηση, φόβο, τιμωρία και την υπόσχεση της μεταθανάτιας ζωής. Κατά τη γνώμη μου φιλοσοφία και ιστορία των θρησκειών είναι παραπληρωματικές, χρειάζεσαι τη μία για να φωτίσεις την άλλη. Ουσιαστικά ασχολούνται με το μυστήριο της ζωής χρησιμοποιώντας άλλη γλώσσα, άλλα όπλα. Τώρα για το δικό μου βιβλίο δεν ξέρω, επειδή ο καθένας διατηρεί το δικαίωμα να το διαβάζει αλλιώς.Υπάρχουν αναγνώστες που το διάβασαν σαν ερωτική ιστορία. Κι άλλοι που είδαν στο μυθιστόρημα μια μεταφυσική πάλη με τον Θεό, ή μια απολογία της λογοτεχνίας. Ένας φιλόσοφος που εκτιμώ ιδιαίτερα το χαρακτήρισε πνευματική αυτοβιογραφία. Είναι ο πιο ενδιαφέρων ορισμός που έχω ακούσει ως τώρα.

Ενώ, στο βιβλίο σας, ο Θεός αντιπαθεί τα παιδικά βιβλία, (βρίσκει διδακτικά και ηλίθια τα παραμύθια, αντιπαθεί την πεζογραφία και την ποίηση επειδή θεωρεί τη λογοτεχνία ανώφελη), τελικά, κατά τη εξέλιξη της μυθοπλασίας, διαβάζει ασταμάτητα. Τι σημαίνει αυτό;

Σύμφωνα με την ερμηνεία της γυναίκας του, ο Θεός αντιπαθεί τη λογοτεχνία επειδή του θυμίζει τον τρόπο που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Γι αυτό την έχει εξορίσει από τη βιβλιοθήκη του. Όταν όμως επιστρέφει στον κόσμο και διαβαίνει την πόρτα του πρώτου βιβλιοπωλείου αναστατώνεται και  ξανακυλάει στην παθιασμένη ανάγνωση της λογοτεχνίας, με τον ίδιο τρόπο που ένας πρώην καπνιστής ξανακαπνίζει. Η λογοτεχνία είναι εθιστική και ο Θεός διαβάζει για να θυμηθεί τον κρυφό κώδικα της δημιουργίας.

Σχετικότητα του χρόνου και μοναξιά του Θεού. Τι μαθαίνουμε για την ουσία του Θεού από μια γυναίκα,την γυναίκα του;

Η γυναίκα του βλέπει αυτό που αντέχει να δει ένας άνθρωπος- την ανθρώπινη υπόσταση του Θεού. Άλλωστε εκείνος είναι υπερβολικά εσωστρεφής κι έτσι η γυναίκα του αναγκαστικά ερμηνεύει με ανθρώπινα δεδομένα. Όπως παραδέχεται η ίδια: “όταν γράφω πως άφρισε/άστραψε και βρόντησε / έκλεισε με πάταγο την πόρτα μιλάω για τη δική μου πραγματικότητα.Τον κοιτάζω περιμένοντας κάτι απ’αυτόν, ανταμοιβή ή τιμωρία. Ο ίδιος ο Θεός παραμένει αδρανής. Σ’ένα παράθυρο εγώ θα ήμουν το χέρι στο πόμολο. Εκείνος το γλωσσίδι που υποτίθεται πως κινείται. Ενώ όλη τη δουλειά την κάνει το χέρι που αγωνίζεται να στρίψει το πόμολο”.

Παρόλο που δεν μιλάτε ευθέως για την κρίση που βιώνουμε, ωστόσο διαφαίνεται στο βιβλίο σας. Πόσο η κρίση αυτή επηρέασε τη συγγραφή του;

Το μυθιστόρημα είναι πνευματικό παιδί της κρίσης. Μόνο σε περιβάλλον κρίσης ο συγγραφέας περιστέλλει τον κόσμο όπου ζει, τον κόσμο της ανάγκης και της λειτουργικότητας, και αναζητά μια ψυχική διέξοδο, υπό μορφή πλοκής. Στη διάρκεια μιας κρίσης όπως αυτή που ζήσαμε και ζούμε όλες οι δυνάμεις κινητοποιούνται και όλα τα συστήματα ευπιστίας διαλύονται. Νομίζω πως όλοι σκάβουμε πιο βαθιά κι η κατάθλιψη ή ο θυμός είναι απλώς εξωτερικεύσεις αυτής της τρομερά άβολης θέσης. Γι αυτό και συντάσσομαι με όσους πιστεύουν ότι η κρίση μπορεί να μας κάνει καλύτερους και ουσιαστικότερους.


Τελικά, τα ερωτήματα της ύπαρξης μένουν αναπάντητα; Ή η επιστροφή στην τέχνη θα μπορούσε ίσως, να σημασιοδοτήσει και να φωτίσει το βάρος τους στη ζωή μας;

Πιστεύω πως η τέχνη σώζει. Το πίστευα από μικρό παιδί όταν κουκουλωνόμουν στο κρεβάτι μου μ’ένα βιβλίο. Ή όταν κοιτούσα με τις ώρες ένα καθηλωτικό έργο ζωγραφικής σ’ένα μουσείο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επαφή με την τέχνη είναι εύκολη υπόθεση. Υπάρχουν έργα απαιτητικά, έργα που ζητούν όχι μόνο το χρόνο μας, αλλά και την αναστολή της επιθυμίας μας για εύκολη ζωή. Αυτό είναι το παράδοξο: οι συζητήσεις, οι τηλεοπτικές εκπομπές, ο τρόπος που συνεννοούμαστε μεταξύ μας είναι τρομερά ρηχός. Κι έρχεται η τέχνη με τις απαιτήσεις της. Τί κάνεις τότε; Αφήνεις τη βολική σου στάση στην πολυθρόνα και τρώγεσαι με τα ρούχα σου; Κατά τη γνώμη μου, ναι. Αυτή είναι η ουσία της ζωής κι εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι: χρειάζεται κόπος και παραδοχή της αγωνίας για να διεκδικήσουμε την ελευθερία μας. Πρέπει να θυμόμαστε διαρκώς ότι εμείς καθορίζουμε την πραγματικότητα μας, τους τόπους στους οποίους κινούμαστε, και η τέχνη είναι κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος οδηγός για την επινόηση αυτής της πραγματικότητας.






Βιογραφικό
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1966. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στην Αθήνα και δημοσιογραφία στο Παρίσι. Αρθρογραφούσε επί χρόνια στην εφημερίδα "Καθημερινή" (1990-2008). Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού "Ρεύματα" και τη συλλογή διηγημάτων "Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη"(1994),το οποίο και επανεκδόθηκε εμλπουτισμένο,λίγους μήνες πριν.
Το πρώτο της μυθιστόρημα, "Γιάντες", απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού "Διαβάζω" (1996). Στην αμερικανική μετάφραση του βιβλίου της "Θα ήθελα" απονεμήθηκε το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών (2008). To "Θα ήθελα" ήταν επίσης υποψήφιο για το βραβείο Best Book in Translation του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ. Έχει γράψει έξι μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και αρκετά παιδικά βιβλία. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες.




«Η γυναίκα του Θεού», Αμάντα Μιχαλοπούλου, (εκδ. Καστανιώτη).
Ο εξανθρωπισμός του Θεού και η προφητεία απανθρωπισμού του ανθρώπου
Πόσο εύκολο να πιστέψει κάποιος πως ο Θεός πάσχει από μοναξιά και αναζητά στο πλευρό του μια γυναίκα;
Και τι μπορεί να πει αυτή η γυναίκα για τον Θεό και για τη σχέση της μαζί του;
Στο μυθιστόρημά της η Αμάντα Μιχαλοπούλου τοποθετεί ως κεντρικούς ήρωες τον Θεό και τη γυναίκα του η οποία, μάλιστα, είναι αυτή που αφηγείται τη ζωή της μαζί του.

Η ασυνήθιστη αυτή ιστορία,καταπιάνεται με την ύψιστη υπαρξιακή αναζήτηση του ανθρώπου, με  τη σχέση ανθρώπου και Θεού αλλά, μέσω της μυθοπλασίας, και με τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους.

Μου δημιούργησε πολλαπλά συναισθήματα η ανάγνωσή του, από διάθεση να γελάσω, (διόλου με ειρωνική διάθεση), να προβληματιστώ, να αναρωτηθώ αλλά και να απορήσω.

«Θα σβηστείς κι εσύ, σιγά σιγά», λέει ο Θεός στη γυναίκα του, δια της πένας της  Αμάντας Μιχαλοπούλου, προετοιμάζοντάς την για το άχρονο σύμπαν στο οποίο εκείνη μια μέρα θα πρέπει να ζήσει, χωρίς ανάγκες και επιθυμίες. Ακριβώς το αντίθετο κάνει ο Θεός για να την πλησιάσει. Ενανθρωπίζεται, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά που η γυναίκα του πιστεύει ότι θα έπρεπε να έχει ο Θεός για να είναι Θεός.

Με έναν Θεό να αντιπαθεί αρχικά τη λογοτεχνία και την ποίηση, επειδή του θυμίζει τον τρόπο με τον οπόιο φτιάχτηκε ο κόσμος∙ όμως στην πορεία, όταν ξαναγυρίζει στον κόσμο, καταβροχθίζει κάθε λογοτεχνικό βιβλίο για να θυμηθεί τον κρυφό κώδικα της δημιουργίας, βάζοντας και τη γυναίκα του να κάνει το ίδιο.

Είτε το αντιμετωπίσεις ως φιλοσοφικό ή ως θρησκευτικό μυθιστόρημα, είτε
ως μεταφυσική πάλη με τον Θεό ή μια ασυνήθιστη ερωτική ιστορία χωρίς ερωτική πράξη, αλλά κι αν ακόμα το ερμηνεύσεις ως μια απολογία της λογοτεχνίας, το σίγουρο είναι ότι «Η γυναίκα του Θεού»  είναι η πνευματική αυτοβιογραφία της Αμάντας Μιχαλοπούλου.

Στα τρία κεφάλαια, Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος και μέσα στις 220 σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης σίγουρα θα βρει πολύτιμο υλικό για σκέψη και εσωτερική αναζήτηση.

 «Πολλοί θέλουν να πιστεύουν πως το σχέδιο του Θεού σκόνταψε στην άρνηση του ανθρώπου. Βολική εξήγηση για πλάσματα σαν εμάς, που τρέφονται με τύψεις. Στην πραγματικότητα το σχέδιο σκόνταψε στην αδυναμία του ίδιου του Θεού να δημιουργήσει έναν κόσμο αντάξιό Του. Όχι ηθικολογικά, αλλά νοητικά και αισθητηριακά. Έναν κόσμο που θα μπορούσε να συνδιαλεχθεί με τον Θεό στη βάση της ισότητας και της δημιουργίας. Η δημιουργία εξέπεσε, όχι ο άνθρωπος».
Χαριτίνη Μαλισσόβα