13 Νοεμβρίου 2016

Κώστας Ακρίβος: " Μας το έμαθε κι αυτό οΌμηρος: Ομορφιά και αλήθεια κάνεις δικές σου,όταν διώξεις τα κομψευόμενα τερτίπια"


               Κώστας Ακρίβος



     "  Μας το έμαθε κι αυτό οΌμηρος:
     Ομορφιά και αλήθεια κάνεις δικές         σου,όταν διώξεις τα κομψευόμενα τερτίπια"


Τα "Τελευταία νέα από την Ιθάκη" (14ο βιβλίο και πέμπτη συλλογή διηγημάτων του)μάς μεταφέρει ο Κώστας Ακρίβος μέσα από το βιβλίο του με τον ομώνυμο τίτλο,που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Πρόσωπα  της σύγχρονης ζωής ενδύονται τις ιδιότητες των Ομηρικών ηρώων μέσα από την εξαίρετη γραφή του αγαπημένου βολιώτη συγγραφέα,δημιουργώντας μια πινακοθήκη νεότερων ομηρικών ηρώων. 
26 πρόσωπα της Οδύσσειας πρωταγωνιστούν σε ένα καλοδουλεμένο βιβλίο όπου «Θεοί, ήρωες, νεράιδες, εραστές, φίλοι, καθάρματα, μπεσαλήδες και νταήδες ταξιδεύουν στα τρικυμισμένα νερά της ιστορίας και φτάνουν από τα χρόνια του Ομήρου στις μέρες μας, άλλοι σώοι και άλλοι ναυαγοί».


Το βιβλίο σας, "Τελευταία νέα από την Ιθάκη" είναι μία "συνάντηση" των ηρώων της Οδύσσειας με πρόσωπα των τελευταίων δύο αιώνων.Θέλετε να μας εξηγήσετε;

- Το 1975 ο καθηγητής Ι. Θ. Κακριδής έδωσε διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο Βόλου για την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Ανάμεσα στα πολλά και θαυμαστά που άκουσα, τα μαθητικά μου αυτιά συγκράτησαν τη φράση πως “μόνον ογδόντα οχτώ παππούδες μάς χωρίζουν από τον Όμηρο”. Πράγματι, αν σκεφτούμε ότι κάθε “παππούς” - γενιά αριθμεί 25 με 30 έτη, τότε η απόσταση από το σήμερα στο ομηρικό χτες είναι αναλογικά όση απόσταση χωρίζει έναν ασπρομάλλη από την παιδική του ηλικία. Άρχισα λοιπόν να καταλαβαίνω ότι οι ήρωες ή οι λιγότερο ήρωες των ομηρικών επών μάς μιλούν για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, να αγαπάς, να χάνεις, να πεθαίνεις. Για πατεράδες, γιους, γυναίκες, τη βία, την ειρήνη, τον πόλεμο, για τα νιάτα και τον έρωτα. Παράλληλα με τα βιβλία λοιπόν που έγραφα όλα αυτά τα χρόνια, έπαιρνα τα πρόσωπα της Οδύσσειας και νοερά τα ταξίδευα στα νερά της νεότερης ιστορίας. Το βιβλίο θέλω να πιστεύω έρχεται σαν συνέχεια από τα δύο προηγούμενα, γιατί, όπως σε εκείνα, έτσι και εδώ αυτό που μεαπασχολεί είναι σε ποια πατρίδα, δηλαδή σε ποια γλώσσα κατοικούμε. 

 

Πέρα από τα υπαρκτά-ιστορικά πρόσωπα που χρησιμοποιείτε ως ήρωες στο βιβλίου, τα άλλα πρόσωπα είναι υπαρκτά ή προϊόντα μυθοπλασίας;

- Για τη λογοτεχνία δεν είναι ποτέ αρκετή η Ιστορία, εννοώ η Ιστορία έτσι όπως διδάσκεται στα σχολεία ή όπως τη διαβάζουμε στα “επίσημα” βιβλία. Οι περιπέτειες του αρχαιοελληνικού κόσμου, η Τουρκοκρατία, το μέγα λάθος και η πληγή του ΄22, ο Εμφύλιος, η δικτατορία και η δίχως τέλος σημερινή Κρίση είναι μια μεγάλη δεξαμενή για ερεθίσματα και αφορμές για μυθοπλασία. Ευτυχώς σήμερα έχει τερματιστεί η τάση να δοξολογούμε λογοτεχνικά το ένδοξο παρελθόν και τους ήρωες προγόνους. Καλοί και άξιοι αυτοί, αλλά οι ανάγκες σήμερα μας επιβάλλουν να δούμε το παρελθόν μας αφτιασίδωτο από καυχησιές και μεγαλοστομίες. Χρειαζόμαστε μυθιστορήματα και διηγήματα που να λένε τα πράγματα με το όνομά τους. Να δείχνουν τα λάθη μας και και να μην τα κουκουλώνουν στο όνομα της υπεροχής της φυλής μας. Να ερχόμαστε στη θέση του άλλου, του αντιπάλου και να ακούμε τη δική του φωνή. Να γράψουμε επιτέλους τον επίλογο στη μυθολογία της ιστορίας μας, ώστε να κάνουμε πράξη το σολωμικό “εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό”. Για αυτές τις ανάγκες λοιπόν χρειάστηκα όχι μόνο τα υπαρκτά-ιστορικά πρόσωπα, μα και άλλα που τα γέννησε η τέχνη της μυθοπλασίας.

 

 

Θα μας μιλήσετε για την σχέση που έχει ο Δημήτρης Μαρωνίτης με τη συγγραφή του βιβλίου;


- Πρώτα απ΄ όλα τού χρωστάω τη μετάφραση των παραθεμάτων της Οδύσσειας, με τα οποία ξεκινάει καθεμία από τις 26 μυθιστορίες. Ο δεύτερος και ίσως πιο βασικός λόγος είναι επειδή στον Δ. Ν. Μαρωνίτη οφείλεται η σύλληψη της αρχικής ιδέας. Όταν το καλοκαίρι του 1988 τον άκουσα να διαβάζει δημόσια στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας τη μετάφραση από την ε ραψωδία της Οδύσσειας (Οδυσσέως Σχεδία), συνειδητοποίησα ότι οι ήρωες της Οδύσσειας δεν είναι για τα ρηχά ή λιμνάζοντα νερά. Καθένας από αυτούς διεκδικεί την ατομική του “σχεδία” για να ξανοιχτεί στο πέλαγος της ιστορίας και να φτάσει, άλλος ναυαγός και άλλος σώος, ως τις μέρες μας.

 

Γίνεται συχνά αναφορά της επίδρασης των "κλασικών" έργων στη συγγραφή σύγχρονων βιβλίων. (Πόσο πιο κλασικό δημιούργημα από την Οδύσσεια,βέβαια;) Η ανεύρεση των χαρακτήρων που υποδύονται τους ήρωές σας πόσο "επίπονη" ήταν για εσάς;


- Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να γράψω για πρόσωπα της νεότερης ελληνικής πραγματικότητας, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συγγενεύουν με κάποιους από τους ομηρικούς ήρωες. Ήθελα να δω αν χαρακτήρες, συμπεριφορές και αξίες συνεχίζουν να υπάρχουν όπως εκείνη την εποχή ή έχουν αλλοιωθεί ή ακυρωθεί. Έτσι λόγου χάρη Τηλέμαχος είναι ένα τσιγγανάκι που νοσταλγεί το σπίτι του, Λαέρτης γίνεται ο Κολοκοτρώνης όταν σπαράζει για τον αδικοχαμένο γιο του, ο Πέτρος Κόκκαλης είναι η γενναιόδωρη Λευκοθέα της Αντίστασης, η Καλυψώ γητεύει έναν πατέρα φοιτητή κ.λπ. κ.λπ. 

 

Επιλέξατε διαφορετικές, ακόμα και "κόντρα" προσωπικότητες από αυτές του πρωτότυπου έργου και σε κάποια περίπτωση και διαφορετικό φύλο. Μεταλλάσσονται οι χαρακτήρες ανάλογα με τις υπάρχουσες συνθήκες;

- Πιο πολύ από παιδί του πατέρα του καθένας είναι παιδί της εποχής του - γνωστό αυτό. Οι φίλοι, πόσα χρήματα έχει στην τσέπη του, ποιος τον κυβερνάει και αν βομβαρδίζεται το σπίτι του παίζουν ρόλο στην ψυχοσύνθεση και στη ζωή του ανθρώπου γενικά. Ομοιότητες ανάμεσα σε πρόσωπα που ανήκουν σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Όπως και διαφορετικές αντιδράσεις και στάσεις. Το πώς ζει και κυρίως το πώς πεθαίνει κανείς, η φιλία και η βία, ο πόθος για την κάθε λογής εξουσία, η ντομπροσύνη και η μπαμπεσιά, τι σημαίνει να είσαι επωμισμένος το οικογενειακό σου όνομα και παρελθόν, η ανάγκη για φιλί, η λαχτάρα για το επιπλέον και το άγνωστο, ακόμα κι αν αυτό θα είναι καταστροφικό, είναι μερικές από τις ροπές που κατοικούν διαχρονικά την ανθρώπινη ψυχή. Οι πράξεις και τα λόγια μας τιθασεύονται. Πώς όμως να κουμαντάρεις και να βάλεις χαλινάρι στα ένστικτα, σε ό,τι ερεβώδες ή χαμερπές υπάρχει μέσα μας;

 

Κάθε ιστορία μπορεί να διαβαστεί με διαφορετική σειρά από αυτή που τις τοποθετήσατε εσείς στο βιβλίο. Ήταν τυχαία ή εξυπηρετεί συγκεκριμένο λόγο η δική σας επιλογή;

-  Το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει και σαν πινακοθήκη νεότερων “ομηρικών” ηρώων. Ο αναγνώστης είναι αυτός που θα διαλέξει πόσο χρόνο θα αφιερώσει σε κάθε πίνακα, καθώς επίσης και με ποια σειρά θα τους δει - διαβάσει.

 

Θα μείνω στη διαφορετικότητα,μια και η δική μου ανάγνωση "είδε" έντονο αυτό το στοιχείο σε πολλά επίπεδα. Είναι σκοπός του συγγραφέα να αναδεικνύει τη διαφορετικότητα με σκοπό την ανεκτικότητα και απώτερο σκοπό την ομαλή συμβίωση;

- Ζούμε σε μια εποχή όπου ο φασισμός έχει πάρει πολλές και ποικίλες μορφές. Δεν αναφέρομαι μονάχα στην κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση, με τον παραλογισμό τόποι και χωριά που μαρτύρησαν στην Κατοχή από τον αγκυλωτό σταυρό να εκλέγουν σήμερα αυτούς που ορκίζονται στ΄ όνομά του. Πιο πολύ με φοβίζει η σκέψη ότι λόγω της σημερινής ζοφερής κατάστασης χάνουμε μέρα με τη μέρα τη διάθεση να απλώσουμε το χέρι μας στον αδύναμο, ενώ ιδιωτεύουμε όλο και περισσότερο, αντιμετωπίζοντας τον άλλον, ακόμα κι αν είναι παιδάκι του δημοτικού, σαν τον εχθρό που έρχεται να κυριεύσει τα ιδιοκτησιακά και θρησκευτικά μας κεκτημένα. Βέβαια, ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι να δείχνει τα πράγματα όπως είναι ή όπως θα ΄πρεπε να είναι, χωρίς να τραβάει το αυτί του αναγνώστη και κυρίως δίχως να το παίζει δάσκαλος σε κατηχητικό. Μας το έμαθε κι αυτό ο Όμηρος: την ομορφιά και την αλήθεια τις κάνεις δικές σου μόνον όταν καταφέρεις να διώξεις από πάνω τους τα κομψευόμενα τερτίπια. Άρα η ανοχή στον άλλον, όποιου χρώματος κι αν είναι αυτός ή πεποιθήσεων, κρίνεται πρώτ΄ απ΄ όλα από το επίπεδο εκείνου που νομίζει ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Ας μην ξεχνάμε εδώ και τον στίχο του ποιητή: “Μη ρωτάς για ποιον χτυπάει η καμπάνα / Για σένα χτυπάει”.

 

 

Κάποιοι μιλούν για το φαινόμενο της μικρής φόρμας ή της συλλογής διηγημάτων που ανθεί τα τελευταία χρόνια και υπερσκελίζει το μυθιστόρημα. Έχοντας δώσει δείγματα γραφής και στα δύο είδη ποια είναι η δική σας αίσθηση;


- Πρόκειται για δύο διαφορετικές βρύσες για κάθε στρατοκόπο, με το ίδιο όμως νερό. Εκείνο που διαφοροποιεί το διήγημα από το μυθιστόρημα είναι τα εργαλεία κατασκευής. Η προσοχή στη λεπτομέρεια, ο χρωματισμός και της παραμικρής συναισθηματικής έξαρσης, η αφαίρεση και ο υπαινικτικός τρόπος γραφής, η μεγάλη ελευθερία που δίνεται στον αναγνώστη να συμπληρώσει ο ίδιος τις παύσεις ταιριάζουν στο διήγημα. Από την άλλη, το μυθιστόρημα είναι ένα έργο που απαιτεί περισσότερο χρόνο, μεγαλύτερη προσήλωση στη σκιαγράφηση των προσώπων, στις αφηγηματικές ακολουθίες, στην ολοκλήρωση και τελείωση της αρχικής ιδέας του δημιουργού. Αναλόγως επομένως με τη δυναμική του θέματος επιλέγω κάθε φορά, ή μάλλον επιλέγομαι, για το αν κάποια ιδέα θα τη μεταπλάσω σε διήγημα ή σε μυθιστόρημα.

 

Εσείς,με ποιον ήρωα της Οδύσσειας ταυτίζεστε;


- Ταυτίζομαι στην τέχνη, είτε όταν παρακολουθώ κάποιο κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο είτε όταν διαβάζω ένα βιβλίο, σημαίνει ανακαλύπτω τον εαυτό μου στο είδωλο κάποιου προσώπου. Το οικειοποιούμαι, το προσαρμόζω στη δική μου ψυχοσύνθεση, ανακαλύπτω σ΄ αυτό το καθρέφτισμά μου. Η ταύτιση μας πηγαίνει πέρα από το “αυτός είμαι εγώ”, μας πηγαίνει “στο αυτός θα ήθελα να είμαι εγώ”. Άρα μιλάμε για μια ιδεατή κατάσταση, για το απατηλό φάρμακο της ψευδαίσθησης. Στη φάση της δημιουργίας η ταύτιση γίνεται παγίδα, γιατί, αν ο δημιουργός ταυτιστεί με κάποιο από τα πρόσωπα, μπορεί να οδηγηθεί στην εξιδανίκευση και τον εξωραϊσμό του. Οι πειρασμοί γράφοντας για τα 26 πρόσωπα της Οδύσσειας ήταν πολλοί και διαρκείς, αλλά προσπάθησα να τους κρατήσω σε απόσταση. Δεν μπορώ ωστόσο να κρύψω τη συμπάθειά μου για τον Ελπήνορα, που τον στοιχίζω μ΄ ένα άτυχο Κρητικόπουλο των Βαλκανικών Πολέμων, καθώς επίσης για τον αδικημένο, τόσο από τον Οδυσσέα όσο και από τον Όμηρο, Παλαμήδη.



 

Κυριάκος Αθανασιάδης:"Μπεστ-σέλερ δεν σημαίνει «καλό» ή «κακό» βιβλίο.

      

           Κυριάκος Αθανασιάδης




 

Συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα για την εφημερίδα Θεσσαλία

με αφορμή τον «Οδηγό συγγραφής» (Εκδόσεις Ψυχογιός)



"Μπεστ-σέλερ δεν σημαίνει «καλό» ή «κακό» βιβλίο. Το καλό ή το κακό έχει να κάνει με το γούστο μας, την ιστορία της λογοτεχνίας και την επιστήμη της λογοτεχνικής κριτικής."



Το νέο βιβλίο του ,ο Οδηγός συγγραφής,ένα εγχειρίδιο 

στηριγμένο σε 50 κανόνες που πατούν γερά στα πόδια τους και προσφέρουν απλές, σαφείς και πρακτικές συμβουλές «από τα μέσα" είναι η αφορμή της συνομιλίας μας με τον συγγραφέα του,Κυριάκο Αθανασιάδη. Το βιβλίο καταρρίπτει τους μύθους σχετικά με το γράψιμο τονώνοντας τη θέληση των νέων (αλλά όχι μόνο) πεζογράφων να γράψουν καλή λογοτεχνία, να συνεχίσουν να γράφουν μέχρι το πολυπόθητο ΤΕΛΟΣ, να εκδώσουν το βιβλίο τους και να το δουν να πετυχαίνει.

Ποιος είπε ότι το ταλέντο αρκεί για να γραφτεί ένα καλό βιβλίο;

Ποιος είπε ότι η λογοτεχνία δεν υπακούει σε κανόνες και μάλιστα αυστηρούς;




Χαριτίνη Μαλισσόβα: «Οδηγός Συγγραφής» ο τίτλος του βιβλίου σας με 50 οδηγίες προς επίδοξους συγγραφείςοι οποίες κρίνω ότι ξεφεύγουν από τα όρια του εγχειριδίου. Εξηγήστε μας.

Κυριάκος Αθανασιάδης: Δεν ξέρω αν ξεφεύγουν. Αλλά ούτε το βιβλίο αφορά μόνο επίδοξους συγγραφείς. Και, καθώς πληροφορούμαι, δεν διαβάζεται μόνο από επίδοξους συγγραφείς — και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Απευθύνεται σε οποιονδήποτε γράφει και σε όλους όσους ασχολούνται γενικότερα με την πεζογραφία, είτε αναγνώστες είναι αυτοί, είτε κριτικοί λογοτεχνίας. Πρακτικά, έχει να κάνει με δύο πράγματα. Θέλει να καταδείξει, αρχικά, πως καλό είναι να ονειρεύεται να γίνει κανείς, π.χ., Μούζιλ, αλλά αποκλείεται να τα καταφέρει αν δεν μπορεί πρώτα να γράψει ένα «κανονικό» μυθιστόρημα. Και, κατά δεύτερον, πως αυτό το «κανονικό» μυθιστόρημα είναι ένας άγνωστος τόπος που θέλει τρομερή δουλειά και αφοσίωση για να τον προσεγγίσεις. Και ότι το ταλέντο είναι απαραίτητο ασφαλώς, αλλά όσο απαραίτητο είναι και στη μαγειρική: κανείς άνθρωπος με μαγειρικό ταλέντο δεν θα μαγειρέψει καλά αν δεν μάθει να μαγειρεύει. Και αν δεν έχει πρώτες ύλες.

 

Χ.Μ.: Η γραφή είναι τέχνη και διδάσκεταιγράφετε. Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί πολλές σχολές που διδάσκουν δημιουργική γραφή.Έχουν δημιουργήσειαντίστοιχαεπαρκείς συγγραφείς;

Κ Α.: Σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι συγγραφείς, οι γνωστοί, οι βραβευμένοι, οι πολυμεταφρασμένοι, έχουν βγει από σχολές δημιουργικής γραφής, που είναι πραγματικά πανεπιστήμια υψηλού επιπέδου και παρέχουν τρομερές γνώσεις στους σπουδαστές τουςΤρομερές και ανεκτίμητες. Κανείς δεν μπορεί να τις βρει από μόνος του. (Κανείς = ένα στατιστικώς ασήμαντο ποσοστό). Δεν έχω άποψη για τις αντίστοιχες σχολές στην Ελλάδα ή για τα αντίστοιχα σεμινάρια, είμαι σίγουρος πως κάποια από αυτά θα παρέχουν ένα καλό πλαίσιο σπουδών.

 

Χ.Μ.: Είναι γενική η αντίληψη ότι για να γράψει κάποιος πρέπει πρώτα να έχει διαβάσει πολύ. Αυτόωστόσοδεν συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις ευπώλητων συγγραφέων. Θέλετε να σχολιάσετε;

Κ.Α.: Ομολογώ πως δεν έχω κανένα τέτοιο αντιπαράδειγμα. Εάν όντως υπάρχουν τέτοιοι, οφείλουμε να τους βγάλουμε το καπέλο. Αλλά το αποκλείω να υπάρχουν.

 

Χ.Μ.: Οι οδηγίες σας έχουν αρκετή δόση χιούμορ που αφήνει την εντύπωση ότι έχετε διαβάσει αρκετά «κακά» κείμενα και θέλετε να αποτρέψετε ίσως και να προστατέψετε τους επίδοξους «κακούς» συγγραφείς. Ισχύει κάτι από αυτά;

Κ.Α.: Όλοι οι αναγνώστες όλων των εκδοτικών οίκων διαβάζουν κυρίως άσχημα πρωτόλεια, αυτά αποτελούν το συντριπτικό ποσοστό της δουλειάς — στην Ελλάδα και παντού. Ο Οδηγός μπορεί να βοηθήσει εδώ, αρκεί να καταλάβει κανείς ότι χρειάζεται δουλειά, ότι δεν έχει ανακαλύψει καμία Αμερική. Αρκεί δηλαδή να πάρει τους κανόνες σοβαρά, κατά γράμμα (το εννοώ το «κατά γράμμα»), και να τους εφαρμόσει. Με άλλα λόγια: να δουλέψει. Αν δεν δουλέψει, έχει ελάχιστες έως καμία πιθανότητες να τα καταφέρει. Χωρίς δουλειά (σωματική, αγχωτική, χρονοβόρα) δεν θα ξεπεράσει τη μετριότητα ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση. Εκτός αν είναι ο Κάφκα. Αλλά αν είναι ο Κάφκα δεν θα διαβάσει τον Οδηγό, ούτε αυτή τη συνέντευξη.

 

Χ.Μ.: Πολλά βιβλία γράφονταιαρκετά εκδίδονταιλίγαωστόσοαναγνωρίζονται από το αναγνωστικό κοινό. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Κ.Α.: Αντιστοίχως, πολλοί άνθρωποι γεννιούνται, ένα ελάχιστο ποσοστό τους παίζει κρίσιμο ρόλο στην Ιστορία, και για πολύ λίγους από τους τελευταίους γράφονται επαινετικές βιογραφίες πολλά χρόνια μετά τον θάνατό τους. Αυτή είναι η συνθήκη της ζωής: η κοινή ανθρώπινη μοίρα. Ειδικώς στα βιβλία, η τύχη ή οι συγκυρίες μπορεί να σβήσουν από τη συλλογική μνήμη κάποιους τίτλους που θα άξιζαν να επιβιώσουν. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί το αντίθετο; Αλλά, συγκριτικά πάντα, είναι τόσο λίγα τα μνημειωδώς καλά έργα, τα αριστουργήματα. Δόξα τω Θεώ, όσα μένουν, αριστουργήματα ή απλώς καλά, είναι άπειρα: δεν θα προλάβουμε ποτέ να τα διαβάσουμε όλα, ή να τα αναγνωρίσουμε καν. Κυρίως: δεν θα προλάβουμε καν να πιάσουμε στα χέρια μας ούτε ένα πολλοστημόριο των τίμιων βιβλίων, αυτών δηλαδή που μας κρατούν στη ζωή και μας συντροφεύουν καλά. Δεν μας κρατά ο Τζόις στη ζωή, ούτε μας συντροφεύει.

 

Χ.Μ.: Και γιατί άλλα βιβλίαπου δεν πληρούν τις οδηγίες σαςβρίσκονται στις λίστες των ευπώλητων; Είναι ανάλογο το επίπεδο της πλατιάς μάζας των αναγνωστών με αυτό των τηλεθεατών;

Κ.Α.: Όλα τα ευπώλητα ακολουθούν τους περισσότερους κανόνες. Και ο Ντίκενς τούς ακολουθεί, και η ροζ λογοτεχνία τούς ακολουθεί. Και ο Ντοστογιέφσκι, και η Άγκαθα Κρίστι. Δεν είναι δικοί μου οι κανόνες, είναι του είδους. Εγώ απλώς τους καταγράφω, τους βάζω σε μια σειρά και τους αφηγούμαι με τον τρόπο μου. Ίσως μόνο κάποια να μην ακολουθούν τον κανόνα της επανάληψηςή κάποιον παρεμφερή, αλλά να έχουν, από την άλλη, καλή δομή, μια ενδιαφέρουσα ιστορία ή αξιομνημόνευτους χαρακτήρες. Μπεστ-σέλερ δεν σημαίνει «καλό» ή «κακό» βιβλίο. Το καλό ή το κακό έχει να κάνει με το γούστο μας, την ιστορία της λογοτεχνίας και την επιστήμη της λογοτεχνικής κριτικής.Από εκεί και πέρα, δεν μπορούν να υπάρξουν αναλογίες ανάμεσα στην τηλεόραση και την πεζογραφία, εκτός από την παραδοχή πως οι πρώτες σαπουνόπερες (αυτέ εννοούμε όταν κάνουμε τη σύγκριση βιβλίου-τηλεόρασης) ήταν τα ογκώδη ρομαντικά μυθιστορήματα που εκδίδονταν πολλές δεκαετίες πριν την εφεύρεση, όχι της τηλεόρασης, αλλά και αυτού του ραδιοφώνου. Έντονες αναλογίες υπάρχουν ως προς τον κινηματογράφο μόνο και τις μίνι σειρές.

 

Χ.Μ.: Υπάρχουν επαρκείς —ποιοτικάκυρίως— αναγνώστες στην Ελλάδα;

Κ.Α.: Όλες οι χώρες με ισχυρή και παλαιά κοινοβουλευτική παράδοση έχουν επαρκείς αναγνώστες, αναγνώστες που επιλέγουν με σαφή κριτήρια ποιότητας — ανεξαρτήτως είδους. Το κοινό όμως στην Ελλάδα δεν είναι μεγάλο. Απλώς αυτό. Ποτέ δεν ήταν (τα τιράζ σε εποχές που γραφόταν κατά τεκμήριο υψηλή λογοτεχνία είναι αστεία, μιλάμε για μερικές χεριές βιβλία), αλλά πλέον δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Ο σκληρός πυρήνας των αναγνωστών αριθμεί μερικές χιλιάδες ανθρώπους όλους κι όλους, που δεν θα γέμιζαν καν ένα γήπεδο μεσαίας ομάδας. Δεν επαρκούν αυτοί οι καταναλωτές (το βιβλίο, θυμίζω, είναι κάτι που πωλείται, είναι καταναλωτικό αγαθό, προϊόν) για να συνεχίσει να υπάρχει μία υγιής αγορά. Ας είναι καλά οι αναγνώστριες και τα πολυσέλιδα γυναικεία μυθιστορήματα, καθώς και τα αστυνομικά βιβλία που κρατούν εν ζωή εκδότες και βιβλιοπώλες. Και τα βιβλία αυτοβοήθειας, από όσο ξέρω. Χωρίς αυτά, μαζί και με τα εικονογραφημένα βιβλία για παιδιά προσχολικής ηλικίας, οι περισσότεροι οίκοι θα κατέρρεαν.

 

Χ.Μ.: «Το βιβλίο αφορά κυρίως το μυθιστόρημα»όπως ο ίδιος γράφετε κάπου. Γιατί οι περισσότεροι λογοτέχνες προτιμούν τις μικρότερες φόρμες;

Κ.Α.: Αν το κάνουν, το κάνουν πιστεύοντας πως γράφουν μυθιστόρημα. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Όχι πάντα. Πάρα πολλοί γράφουν εκτεταμένα διηγήματα που καλύπτουν όγκο νουβέλας και τιτλοφορούνται μυθιστορήματα. Αυτό είναι πρόβλημα, και όχι μόνο ειδολογικό ή καταλογογράφησης. Είναι δομικό πρόβλημα. Κάθε ένα από τα τρία είδη έχει τους δικούς του κανόνες και τις δικές του δυσκολίες. Το μυθιστόρημα απαιτεί μεγάλη προετοιμασία, αυστηρή δομή, συνήθως πολλούς χαρακτήρες, έχει μία ροή μέσα στο χρόνο. Είναι, δε, αναγνωρίσιμο από μακριά: από τον όγκο του. Το διήγημα είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο, κι ας μοιάζει με το χαϊκού της πεζογραφίας, που υποτίθεται μπορεί να το γράψει ο καθένας. Είναι μία λεπτεπίλεπτη άσκηση αφαίρεσης που συνήθως προϋποθέτει μεγάλη ηλικία, πείρα και μία σχετική απομόνωση. Όσο για τη νουβέλα, ναι — τέτοιες διαβάζουμε αρκετές από Έλληνες συναδέλφους, και πολλές από αυτές είναι καλές.

 

Χ.Μ.: Ποιους λογοτέχνες ξεχωρίζετε; Ποια βιβλία διαβάσατε πρόσφατα και σας άρεσαν;

Κ.Α.: Ξεχωρίζω όσους γνωρίζουν τόσο καλά τους κανόνες της πεζογραφίας, τους έχουν αφομοιώσει τόσο σπουδαία, που μας χαρίζουν μεγάλους τόπους για να περιηγηθούμε μέσα τους. Μεγάλες εκτάσεις. Και αυτούς που είναι μάστορες στην αφήγηση και σε παρασέρνει ο μύθος τους χωρίς να το προσέχεις καν. Η αφήγηση είναι το παν. (Μην πάει ο νους στο κακό: οι περισσότεροι είναι μπεστσελεράδες, «ανυπόληπτοι»). Τα δέκα τελευταία βιβλία που διάβασα και μου άρεσαν, της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγήςBAParis, «Πίσω από κλειστές πόρτες» (Bell), Shirley Jackson, «Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο» (Μεταίχμιο), Φίλιπ Κ. Ντικ, «Τα τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτζ» (Κέδρος), Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, «Αναλωμένοι» (Τόπος), James Ellroy, «Perfidia» (Κλειδάριθμος), Τομπ Ρομπ Σμιθ, «Η φάρμα» (Πατάκης), Franz Hessel, «Απόκρυφο Βερολίνο» (Κριτική), Ντον Γουίνσλοου«Το καρτέλ» (Καστανιώτης),Jean-Marie Blas de Roblès, «Το Νησί του Σημείου Νέμο» (Πόλις)Έμα Κλάιν«Τα κορίτσια» (Ψυχογιός).

 

Χ.Μ.: Είναιεντέλειτο γράψιμο πολυτέλεια;

Κ.Α.: Όχι, πολυτέλεια (για όσους έχουν ελευθερία και δημοκρατία) είναι τα ταξίδια, τα γρήγορα κόκκινα αυτοκίνητα, τα ακριβά ρούχα και τα συναφή. Το γράψιμο της πεζογραφίας είναι είτε χόμπι είτε επάγγελμα. Κάποιοι το θεωρούν και τέχνη, αλλά προτού το πουν δυνατά ας σκεφτούν ότι και οι τραγουδιστές στα μπουζούκια «καλλιτέχνες» αυτοχαρακτηρίζονται. Τέχνη είναι μόνο αυτό που λένε—τις σπανιότατες εκείνες φορές που το λένε— κάποιοι άλλοι για μας όταν εμείς έχουμε φύγει.



Κυριάκος Αθανασιάδης,"Οδηγός συγγραφής",εκδ.Ψυχογιός



"Ο Κυριάκος Αθανασιάδης, υπηρετώντας το βιβλίο απ’ όπου μπορεί κανείς να φανταστεί, εξαιρετικός συγγραφέας και ενδεχομένως ο καλύτερος επιμελητής, δημιουργός της ξένης σειράς orbis literae που έχει αφήσει εποχή, κάνει την πλέον γενναιόδωρη κίνηση,γράφει η Ελέμη Γκίκα στο Έθνος.

Συγκεντρώνει τις γνώσεις του και την εμπειρία του σε 50 κανόνες που περιλαμβάνονται στον «Οδηγό Συγγραφής». Απαντώντας σε κάθε πιθανή απορία, λύνοντας το όποιο πρόβλημα, βάζοντας τις βάσεις τελικά και σκιαγραφώντας αρμούς. Το μυθιστόρημα, εξάλλου, ας μη το ξεχνάμε είναι και αρχιτεκτονική."

" Ο Οδηγός Συγγραφής δεν απευθύνεται μόνο σε συγγραφείς,αλλά αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εγχειρίδιο για κάθε αναγνώστη που εμβαθύνει στα      βιβλία που διαβάζει.

Οι 50 κανόνες αποτελούν μικρής έκτασης,αλλά περιεκτικότατα σεμινάρια γραφής."

Χαριτίνη Μαλισσόβα.




Βιογραφικό

Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1963. Είναι συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων, αναγνώστης σε εκδοτικούς οίκους και συνιδρυτής του πολιτιστικού-πολιτικού σάιτ και διαδικτυακού ραδιοφώνου Αμάγκι (www.amagi.gr). Πεζογραφικά βιβλία: Ιστορίες Υπερβολής (διηγήματα, «Ροές» 1987, β΄ έκδ. «Δήγμα» 2010), Δώδεκα (μυθιστόρημα, Καστανιώτης 1991), Μικροί Κόσμοι (μυθιστόρημα, Λιβάνης 1996), Το Σάβανο της Χιονά της (μυθιστόρημα, «Σύγχρονοι Ορίζοντες» 2002), Το Βασίλειο του Αποχαιρετισμού (νουβέλα, «Σύγχρονοι Ορίζοντες» 2002), Πανταχού Απών (μυθιστόρημα, «Τυπωθήτω» 2007), Κακορραφίες (διηγήματα, «Δήγμα» 2009), Ζα Ζα (μυθιστόρημα, «Free Thinking Zone» 2012), Ξυράφια /Razors (θεατρικό, δίγλωσση έκδοση, «Free Thinking Zone» 2013), Η Κόκκινη Μαρία (μυθιστόρημα, «Διόπτρα» 2014). Βιβλία για παιδιά: Ο χιονάνθρωπος που ήθελε να γίνει Αϊ-Βασίλης («Μίνωας» 2002), Η βίλα των πνευμάτων («Μίνωας» 2003), Μαγική εικόνα («Μίνωας» 2003), Σαντιγί για μάγισσες («Μίνωας» 2003), Ο άγριος Βασίλης («Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 2003), Μάγος είσαι ; («Φαντασία» 2004),  Οι περιπέτειες του Μεφίστο («Κέδρος» 2016). Επίσης, έχει εκδώσει 6 μυθιστορήματα φαντασίας για εφήβους, με ψευδώνυμο.