9 Μαρτίου 2017

Ηλίας Μαγκλίνης:"Ανεξάρτητες, ακόμα και αντίθετες οι ιδιότητες του δημοσιογράφου και του συγγραφέα."



                   Ηλίας Μαγκλίνης


"Ανεξάρτητες, ακόμα και αντίθετες οι ιδιότητες του δημοσιογράφου και του συγγραφέα."


Το πολυβραβευμένο του βιβλίο, "Πρωινή Γαλήνη" (εκδ.Μεταίχμιο) 
είναι η αφορμή της συζήτησής μας με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Ηλία Μαγκλίνη.
Ο Ηλίας Μαγκλίνης μιλά για τα συναισθήματά του για τα βραβεύσεις του μυθιστορήματός του,εκθέτει τις απόψεις  του για την πορεία του μυθιστορήματος στη χώρα μας και για τα ευπώλητα βιβλία,ενώ αναφέρεται και στη διπλή ιδιότητα του ως δημοσιογράφος και ως συγγραφέας.


Το βιβλίο σας «Πρωινή γαλήνη», έπειτα από έναν χρόνο κυκλοφορίας, τιμήθηκε με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και με τα βραβεία των περιοδικών «Ο Αναγνώστης» και «Κλεψύδρα». Με δεδομένο ότι είστε ευρύτερα γνωστός από τη δημοσιογραφική σας ιδιότητα, τι σημαίνουν για εσάς οι βραβεύσεις σας ως συγγραφέας;
 
Ειδικά το βραβείο της Ακαδημίας πάρα πολλά, για δύο λόγους: πρώτον, προέρχεται από τον κορυφαίο πολιτισμικό, ιστορικό θεσμό της χώρας. Δεύτερον, περιλαμβάνει χρηματικό έπαθλο της τάξης των 6.000 ευρώ. Στους σημερινούς καιρούς αυτό είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια γερή ένεση ηθικού. Την ίδια στιγμή, τα βραβεία του «Αναγνώστη» και της «Κλεψύδρας» μου έδωσαν τεράστια χαρά – και έδωσαν δεύτερη ζωή στο βιβλίο, γνωρίζοντάς του περισσότερους αναγνώστες. Τι να πω· είμαι ευγνώμων για αυτή τη γενναιοδωρία. Οι βραβεύσεις σού δίνουν δύναμη.
 
Τι σας κινητοποίησε να γράψετε ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα ένα νέο παιδί που στην εποχή της μετεμφυλιακής Ελλάδας προσπαθεί να εκπληρώσει τα όνειρά του;
 
Το κυνήγι ενός ονείρου είναι πάντοτε υπόθεση συγκινητική, ερεθιστική. Το ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό υπόβαθρο προσδίδει απλώς έναν δραματουργικό πλούτο. Και η συγκεκριμένη εποχή, ακριβώς επειδή ήταν τόσο ταραγμένη, μου προσέφερε ακριβώς αυτό. Στο βάθος, ανεξάρτητα από εποχές και ιστορικές περιόδους, όλοι κυνηγάμε τα ίδια όνειρα.
 
 «Και το όνειρό μου, ρε μάνα, αυτό που σου είχα πει τότε, το δικό μου το όνειρο δεν το σκέφτηκες ποτέ, μόνο το δικό σου όνειρο που δεν είναι καν όνειρο, φόβος είναι, τι σχέση έχει ο φόβος με το όνειρο, ρε μάνα» λέει ο Δημήτρης στη μάνα του. Πόσο υπεύθυνοι και μέχρι ποιο βαθμό είναι οι γονείς για την εκπλήρωση των ονείρων των παιδιών τους;
 
Ο Κάφκα έλεγε ότι οι γονείς είναι σαν τους τοκογλύφους: ρισκάρουν το κεφάλαιο διότι ξέρουν ότι θα το πάρουν πίσω σε τόκους. Από αυτή τη σκοτεινή διαπίστωση δεν αποκλείεται η αγάπη. Μεγάλη ιστορία οι δεσμοί αίματος, γενικά. Μας διαμορφώνουν, μας σφραγίζουν, μας στιγματίζουν, μας εμπλουτίζουν, μας στερεώνουν στο έδαφος ή τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια μας. Ειδικά εδώ στην Ελλάδα, όπου οι δεσμοί αίματος μας καθορίζουν όχι μόνον ως μονάδες αλλά ως κοινωνία, ως κράτος. Κράτος είναι η οικογένειά μας στην ουσία. Αν δεν έχουμε κάποιον συγγενή σε κάποιο πόστο, δεν εμπιστευόμαστε κανέναν και τίποτα. Είναι μια μορφή ανωριμότητας και τούτη. Γι' αυτό και το έχουμε πολύ βολικό και εύκολο να λέμε «η μάνα μου με κατέστρεψε». Λυπάμαι, αλλά από τα τριάντα και μετά, ό,τι κι αν σου έκαναν οι γονείς σου (που με εξαίρεση κάποιες ακραίες περιπτώσεις, δεν είναι δυνατόν να σου έκαναν μόνον κακό), είσαι κύριος ή κυρία του εαυτού σου. Δεν έχεις καμία δικαιολογία να μην αναλαμβάνεις τις ευθύνες των πράξεών σου.
 

Ο «εξωτικός» πόλεμος της Κορέας συνέπεσε με το τέλος του Εμφυλίου στην Ελλάδα που προσπαθεί να ανασυνταχθεί. Γιατί ο Δημήτρης, όταν δεν καταφέρνει να πραγματοποιήσει το όνειρό του, επιλέγει να πολεμήσει εκεί;
 
Ο Δημήτρης ανήκει σε μια γενιά ανδρών που δεν το είχε σε τίποτα να πάει σε έναν πόλεμο. Πατεράδες, θείοι, μεγαλύτερα αδέλφια, όλοι είχαν συμμετάσχει σε κάποιον Βαλκανικό, στον Α' Παγκόσμιο, στη Μικρά Ασία, στο Αλβανικό μέτωπο, στη Μέση Ανατολή, στην Αντίσταση ή στον Εμφύλιο. Ο πόλεμος για τη γενιά του Δημήτρη δεν ήταν κάτι τόσο ακραίο όσο για εμάς σήμερα. Ήταν μια καθημερινότητα. Όπως βλέπουμε και από το βιβλίο, ο Δημήτρης δεν περίμενε να πάει στην Κορέα για να δει πτώματα. Έπειτα, γίνεται στρατιωτικός, αξιωματικός. Για έναν βαθμοφόρο η συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις είναι η ύστατη πρόκληση, υπαρξιακά και επαγγελματικά. Και έπειτα, για εκείνη την εποχή, ήταν ο μοναδικός τρόπος να ταξιδέψεις έξω από την Ελλάδα – εφόσον δεν έφευγες ως μετανάστης. Ειδικά σε ό,τι αφορά τον Δημήτρη, η αποτυχία του στην Αμερική ως Ίκαρος τον κάνει να δει την Κορέα σαν μια χρυσή ευκαιρία να αποδείξει ότι και αυτός μπορεί να πετάξει, να υπερβεί τα όρια του εαυτού του.
 
Πόσο χρόνο χρειαστήκατε για τη συλλογή των ιστορικών στοιχείων και την ολοκλήρωση της συγγραφής του βιβλίου;
 
Ξεκίνησα την πιο συνειδητή συγκέντρωση και έρευνα υλικού στα 28 μου. Από τα 31 μου πήρα φωτιά. Ταξίδεψα και τρεις φορές στην Κορέα. Επισκέφθηκα πολλά μέρη της Ελλάδας για να μιλήσω με βετεράνους. Και τα λοιπά. Στο τέλος, όλο αυτό το υλικό παραλίγο να με πνίξει. Από αυτή την άποψη, στην «Πρωινή Γαλήνη» πρέπει να έχει περιληφθεί το 10% όλου αυτού του υλικού. Είναι δυσάρεστο αλλά είναι η αλήθεια. Μυθιστόρημα ήθελα να γράψω, όχι ιστορική μελέτη.
 
Ποια η εικόνα και η αίσθηση που έχετε για το μυθιστόρημα, ως λογοτεχνικό είδος, στη χώρα μας; Υπάρχουν άξιοι εκπρόσωποί του;
 
Δεν τα πάμε καλά με τη μεγάλη φόρμα. Με τη σύνθεση δηλαδή. Μας ταιριάζει περισσότερο η ποίηση και το διήγημα, δηλαδή, η αποτύπωση μιας ανάσας, η φέτα ζωής, το υπερβατικό, όχι οι συνδυασμοί, οι τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά που έχουν κάτι πεζολογικό. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχουμε παράδοση στη συμφωνική μουσική. Η παράδοσή μας είναι το τραγούδι. Είναι πλούσιες παραδόσεις όλες αυτές που ανέφερα. Αλλά θα ήθελα να πάμε και λίγο παραπέρα τώρα πια. Με εξαίρεση τη γλώσσα του (που δεν την αντέχω), σπουδαία μυθιστορήματα (ως πλοκή, ως σύνθεση) έκανε ο Καζαντζάκης. Γι' αυτό και διαβάστηκε πολύ στο εξωτερικό (οι ξένοι αναγνώστες δεν χρειάζεται να υποστούν τη γλώσσα του). Μεγάλο μυθιστόρημα έκανε ο Τσίρκας βεβαίως. Ο Καραγάτσης επίσης. Φτάνοντας στο σήμερα, πρέπει να μνημονεύσουμε τον Αλέξη Πανσέληνο, τη Μάρω Δούκα, την Ιωάννα Μπουραζοπούλου, τον Χρήστο Χωμενίδη, τη Σώτη Τριανταφύλλου, τον Πέτρο Μάρκαρη – και ξεχνώ άλλους και άλλες. Νομίζω ότι δεν τα πάμε άσχημα για κουλτούρα με ροπή προς τον στίχο και το σύντομο πεζό.
 
Τα ευπώλητα βιβλία δεν ταυτίζονται πάντα με αυτό που ονομάζουμε «καλή λογοτεχνία». Πόσο συμφωνείτε με την άποψη αυτή και πόσο ευθύνονται οι στήλες των εφημερίδων που τα δημοσιεύουν;
 
Μερικά ευπώλητα βιβλία είναι εξαιρετική λογοτεχνία. Έχουμε μια καχυποψία προς τα μεγέθη και την ποσότητα. Πάντοτε νομίζουμε ότι κάτι άλλο, κάτι ανώτερο, μας ταιριάζει αλλά η κοινωνία ή η μοίρα μας αδίκησε. Και έχουμε τεράστια καχυποψία προς το κέρδος. Συγγραφέας που βγάζει χρήματα από τα βιβλία του δεν μπορεί να είναι άξιος λόγου. Ανοησίες. Υπάρχουν κακοί συγγραφείς που δεν πουλάνε, επειδή δεν αξίζουν, και υπάρχουν καλοί συγγραφείς που πουλάνε, διότι το αξίζουν. Τα διηγήματα του Δημοσθένη Παπαμάρκου «Γκιακ» μοσχοπούλησαν και το άξιζαν. Η «Νίκη» του Χωμενίδη το ίδιο. Από την άλλη, ο Μισέλ Φάις έχει γράψει σπουδαία κείμενα αλλά δεν πουλάει ιδιαίτερα. Ο Χρήστος Χρυσόπουλος επίσης. Φυσικά και υπάρχει το μάρκετινγκ και η διάδοση βιβλίων που δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον αλλά τελικώς πουλάνε. Όλα μέσα στο παιχνίδι είναι. Το πρόβλημα ξεκινά με τους αναγνώστες που δεν διαβάζουν -ή πιο σωστά: δεν αγοράζουν- τίποτε άλλο παρά μόνον τους τίτλους εκείνους που βρίσκονται στις λίστες με τα ευπώλητα ή αυτά που διαφημίζουν πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές. Δυστυχώς είναι οι περισσότεροι, αλλά παντού συμβαίνει αυτό. Ως προς τις ευθύνες των εφημερίδων, ανταποκρίνονται και σε μια λαϊκή απαίτηση, ξέρετε. Οι καλές εφημερίδες έχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα από τις λίστες με τα ευπώλητα.
 
Ως αναγνώστρια του κυρίου Γκρι, της στήλης σας στην Καθημερινή της Κυριακής, δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω ποια μουσική υπόκρουση θα έβαζε στην Πρωινή Γαλήνη;
 
Ωραία ερώτηση. Λοιπόν, ο κύριος Γκρι είχε την ιδέα κεντρικό τραγούδι στο βιβλίο να είναι το «Dream» των Pied Pipers, μεγάλη επιτυχία στην Αμερική το 1945. Είναι το τραγούδι που χορεύει ο Δημήτρης όταν πάει στο Τέξας το 1948. Και τον ακολουθεί παντού έκτοτε – μέχρι την Κορέα. Οπότε, ας κρατήσουμε αυτό ως μουσική υπόκρουση του μυθιστορήματος.
 
Θέλετε να μας προτείνετε κάποιους τίτλους βιβλίων που διαβάσατε πρόσφατα;
 
Ναι. Ξεχωρίζω δύο επί του παρόντος. Τη νουβέλα «Ρου» της Μαριαλένας Σπυροπούλου, ένα εξαιρετικό πρώτο πεζό με ψυχολογικό βάθος, σάρκινους χαρακτήρες και αφηγηματική δύναμη σπάνια. Το μυθιστόρημα «Ιάκωβος» του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, κείμενο που μοιάζει με καφκική παραβολή, με φιλοσοφικό θρίλερ. Επίσης πρώτο βιβλίο με ιδιαίτερη δυναμική.
 
 Γράφετε  κάποιο καινούργιο  βιβλίο;
 
Ναι, αλλά θα μου επιτρέψετε να μην μιλήσω γι' αυτό. Μέχρι να φτάσω στο τελικό στάδιο δεν μιλώ γι' αυτά που δουλεύω. Η μοναδική μου πρόληψη είναι αυτή.
 
Τελικά, η «πένα» μπορεί να υπηρετεί πολλά είδη γραφής; Αλληλοσυμπληρωματικές ή ανεξάρτητες η ιδιότητα του δημοσιογράφου με αυτή του συγγραφέα σε εσάς;
 
Ανεξάρτητες, ακόμα και αντίθετες οι δύο αυτές ιδιότητες. Το ότι μεγάλοι συγγραφείς υπήρξαν δημοσιογράφοι δεν λέει πολλά. Η δημοσιογραφία στοχεύει στο γεγονός· η πεζογραφία πίσω και πέρα από το γεγονός. Η δημοσιογραφία λέει, είναι ευθύς λόγος· η πεζογραφία δείχνει, υπαινίσσεται, είναι πλάγιος λόγος. Προσωπικά, ζορίζομαι πολύ για κάνω τη μετάβαση από τη δημοσιογραφία στην πεζογραφία. Οι πρώτες γραφές πεζών κειμένων μου «μυρίζουν» άσχημα δημοσιογραφία. Πρέπει να ξεφλουδίσω σαν κρεμμύδι για να φτάσω κάπου όπου να έχει νόημα λογοτεχνικά μιλώντας. Φυσικά, υπάρχουν τεχνικές και συμβάσεις στη δημοσιογραφία που μπορεί ένας συγγραφέας να ακολουθήσει συνειδητά και σκόπιμα. Προσωπικά δοκίμασα κάτι τέτοιο στην τελευταία ενότητα της «Πρωινής Γαλήνης». Και δοκιμάζω το αντίστροφο με ορισμένα κομμάτια μου στην εφημερίδα, κυρίως με τον κύριο Γκρι. Κάποιες φορές πετυχαίνουν, άλλες όχι και τόσο. Είμαι γραφιάς πάντως. Και είναι ωραία.
 
 

 Ηλίας Μαγκλίνης , Πρωινή Γαλήνη,εκδ.Μεταίχμιο 



 
Η "Πρωινή γαλήνη" είναι η ιστορία ενός νέου ανθρώπου και του ονείρου να ξεπεράσει τον εαυτό του, να ανοίξει τους ορίζοντές του, να πετάξει ψηλά μήπως και βρει τον βαθύτερο εαυτό του.
Είναι ακόμα μια ιστορία έρωτα, ονείρων, απώλειας και περιπλάνησης στον χρόνο και τον χώρο, από τη Μακεδονία έως το Τέξας και από την Αθήνα έως την Άπω Ανατολή, γεμάτη σύννεφα και ωκεανούς, θλιμμένες γκέισες και μοναχικά, παθιασμένα κορίτσια.  

Η "Πρωινή γαλήνη" είναι, τέλος, μια ιστορία ανεκπλήρωτων στόχων και ανολοκλήρωτων πόθων σε μια Ελλάδα που στροβιλίζεται στα απόνερα του Εμφυλίου και στη δίνη ενός ξεχασμένου, άγνωστου πολέμου στην άλλη άκρη του πλανήτη.




Βιογραφικό :
Ο Ηλίας Μαγκλίνης γεννήθηκε το 1970 στην Κινσάσα του Κονγκό. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και πολιτικές επιστήμες στην Αγγλία και τη Σκοτία. Από το 1994 έως το 2003 εργάστηκε ως συντάκτης στο περιοδικό "Διαβάζω". Σήμερα εργάζεται στην εφημερίδα "Καθημερινή". Ασχολείται συστηματικά με τη μετάφραση. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα "Σώμα με σώμα" (Πόλις, 2005), τη νουβέλα "Η ανάκριση" (Κέδρος, 2008), και έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε περιοδικά και ανθολογίες.






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου